Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Ο Βαχμάν όντας αδύνατος εις το πνεύμα, επίστευσεν όλον εκείνο που του είπα χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν· και όλος γεμάτος από επιθυμίαν διά να στερεώση μίαν εδικοσύνην με τον προφήτην, έπεσεν εκ δευτέρου εις τους πόδας μου εις σημείον της μεγάλης του ευχαριστήσεως. Εγώ τον εξανασήκωσα και τον αγκάλιασα βεβαιώνοντάς τον ότι πάντα θα είμαι εις βοήθειάν του.

Αγκάλιασα το λοιπόν την κυρά με αυθάδειαν, μα αντίς αυτή να μου ανταποκριθή εις τα χάιδια μου, εφώναξε μεγάλως και με οργήν με άμπωξε, και εν τω άμα βλέπω να φανερωθούν εκεί δέκα ή δώδεκα γυναίκες, οι οποίες έστεκαν κρυμμένες διά να ακούσουν τι ελέγαμεν.

Κιόταν ήρθε κοντά μου κιάκουσα τη φωνή της, δεν έβλεπα πεια την παραμόρφωση της αρρώστειας. Στα μάτια και τη φωνή της βρήκα το Βαγγελιό που λαχταρούσα κιόλη η αγάπη μου άναψε. Έτρεξα και την αγκάλιασα πρώτος κιαυτή με φίλησε, με φίλησε τρελλά. Και μούπε, χωρίς να μαφήση από την αγκαλιά της: — Το κάτεχα Γιώργο μου, πως θαρχόσουνε και σανήμενα.

Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. 475 και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα, εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι•της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, 480 και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης. μ' άκουεν εκείνη• κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα• «ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου• εις την πατρίδα στείλε με• το θέλ' ήδ' η ψυχή μου, τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, 485 τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις».

Αγκάλιασα τον γέροντα διά την καλήν ελπίδα που μου έδωσε, και τον επερικάλεσα να μου φανερώση τον τρόπον που εστοχάσθη.

Εν τω μεταξύ τούτω εισέρχεται η Δημαινέτη, αυτή απαράλλακτη, και κάθεται πλησίον μου, όπως τώρα αυτός ο Ευκρατίδηςκαι έδειξε τον νεώτερον εκ των υιών του, ο οποίος και πριν ήτο ωχρός από την διήγησιν, και τώρα συνεταράχθη με παιδικήν δειλίαν. Εγώ, εξηκολούθησεν ο Ευκράτης, άμα την είδα, την αγκάλιασα και ήρχισα να κλαίω.

— «Μα, την ξέρ'ς καλά τη μάννα μ';» Του είπα. — «Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ'; Για χαμένο μ' έχειςΤότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντάς τον, του είπα για ύστερη φορά να βεβαιωθώ καλύτερα: — «Αλήθεια, ζη η μάννα μ';» — «Ζη και παραζή, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε ώρα και στιγμήΜου φάνηκε, ότι κέρδισα ένα βασίλειο.

Βλέποντας εγώ τον αγαπητόν μου υιόν τον αγκάλιασα, τον εφίλησα και από την χαράν μου έγινα άλλος εξ άλλου· έπειτα ευθύς μετεμόρφωσε την γυναίκα μου εις ταύτην την έλαφον, που βλέπετε· και τούτο της το εζήτησα εγώ διά να μην είναι τόσον άσχημα.

Έτρεξεν εκείνο φτερό στην κάμαρη· άναψε τα δύο κεριά εμπρός στο ασημοντυμένο εικόνισμα του αγίου μας. — Τι κάθεσαι, μωρέ παιδί· μου γνέφει από μακριά. Στο κορζέτο γλήγορα και λέγε μας. Ή μπουκάρομε σήμερα ή χανόμαστε. Αγκάλιασα ευθύς το κατάρτι κ' έφτασα επάνω στο κορζέτο. Μάνα μου! Τι να ιδώ, τι να παραγγείλω κάτω; Ούτε την άκρη του μπαστουνιού δεν εξεχώριζα.

Όσο σιμώναμε προς το νησί, τόσο πιο δυνατά με φλόγιζε βαθιά μου η χαρά του πόθου, που τον έθρεφα τόσα χρόνια και που τώρα έμελλε να πληρωθή. Κατεβήκαμε στην αποβάθρα και μ' ένα βλέμμα αχόρταστο αγκάλιασα όλα γύρω μου. Είδα τις αποβάθρες, τα παραπήγματα των πλοίων, όλα τα μικρά χτίρια, που λάμποντας με τανοιχτά χρώματά τους, στρυμωνόντανε στην πλαγιά του γυμνού βουνού.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν