United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διογένης δε ο Απολλωνιάτης έλεγε, καθώς και άλλοι τινές, ότι η ψυχή είναι αήρ, διότι επίστευσεν ότι εκ πάντων των σωμάτων ο αήρ έχει τα σμικρότατα μέρη και είναι η αρχή πάντων. Και διά τούτο η ψυχή και γινώσκει και κινεί, και καθ' όσον μεν είναι αιτία πρώτη και εκ ταύτης προέρχονται τα λοιπά, γινώσκει τα πράγματα, καθ' όσον δε έχει τα μέρη σμικρότατα, είναι κινητική.

Θέλω να είπω ότι, ενώ έφθασεν εις τόσα μεγαλεία, ούτε υπό επάρσεως διά την ευτυχίαν της κατελήφθη, ούτε εις την τύχην επίστευσεν, ώστε να νομίση ότι εξήρθη εις εξαιρετικήν κατάστασιν, αλλά διατηρείται μετριόφρων και απλή τους τρόπους, χωρίς καμμίαν επίδειξιν αποκρουστικήν και δυσάρεστον.

Εν τούτοις προσεποιήθη ότι επίστευσεν εις τους λόγους της. Διενοήθη δε ότι μάλλον έπρεπε να πιέση την Σιξτίναν όπως μάθη ό,τι επεθύμει. Αποχαιρετίσασα δε την Αϊμάν απήλθεν εις τον όρθρον. Τα έργα της νυκτός. Την στιγμήν καθ' ην ανεγινώσκετο ο Άμωμος εν τω ναώ, σκηνή τις αξία περιγραφής συνέβαινεν εκτός των τειχών του μοναστηρίου.

Ο Πάπος ήλπισεν, επίστευσεν, ότι εκείνο το μελανόν σημείον ήτο, χωρίς άλλο, η βάρκα η φέρουσα τον πατέρα του.

Ο Βαχμάν όντας αδύνατος εις το πνεύμα, επίστευσεν όλον εκείνο που του είπα χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν· και όλος γεμάτος από επιθυμίαν διά να στερεώση μίαν εδικοσύνην με τον προφήτην, έπεσεν εκ δευτέρου εις τους πόδας μου εις σημείον της μεγάλης του ευχαριστήσεως. Εγώ τον εξανασήκωσα και τον αγκάλιασα βεβαιώνοντάς τον ότι πάντα θα είμαι εις βοήθειάν του.

Ο γέρων μη διακρίνας τον σωρόν εκείνον της γραίας, έστρεψεν επάνω την κεφαλήν, προς τα έρημα και ανοικτά παράθυρα του πρώτου πατώματος, από του οποίου επίστευσεν ότι κατήλθεν η απειλή εκείνη η φοβερά, δαιμονίου απειλή, στοιχειωμένου εκεί από αιώνων. Συνεμάζευσε την κάπαν του, εκάλυψε την κεφαλήν του με την κουκούλαν και απεμακρύνθη, χωρίς ουδέ τον σταυρόν του να κάμη από τον φόβον του.

Παράδοξον δε, διότι ο Μάχτος δεν ίστατο μακράν, αλλ' έβλεπεν αυτούς εκ του σύνεγγυς και ηδύνατο ν' ακούη. Αλλ' ως φαίνεται, η φωνή των δεν είχεν ήχον. Τούτο επίστευσεν ο Μάχτος εν τω παραλήρω, εν ώ διετέλει, διότι άλλως δεν ηδύνατο να ερμηνεύση πώς, ενώ ωμίλουν ενώπιόν του, δεν τους ήκουεν. Ο Μάχτος δεν επέμεινε πλειότερον εις την λύσιν του προβλήματος τούτου, και μετέβη εις άλλην απορίαν.

Εις την κιθάραν όμως και το άσμα επίστευσεν ότι θα ενίκα ευκόλως, πεισθείς υπό των αλιτηρίων οίτινες τον περιεστοίχιζον και οι οποίοι επήνουν και επευφήμουν οσάκις και το ελάχιστον έπαιζεν εις την κιθάραν.

Ο βασιλεύς, που φυσικά είχεν ολίγον πνεύμα, και δεν εκαταταλάμβανε την κακότροπον πανουργίαν του βεζύρη, επίστευσεν εις τα λόγια του· και λέγει του· έχεις όλον το δίκαιον διότι αυτός δύναται να μου σηκώση την ζωήν με μόνην την μυρωδιάν κανενός βοτάνου θανατηφόρου· όθεν στοχάσου τι πρέπει να ενεργήσωμεν εις τέτοιαν περίστασιν. Λέγει του ο βεζύρης· να στείλης βασιλεύ, ευθύς να τον αποκεφαλίσης.

Αφού δε του είπεν ο Σμυρνιός ότι του χαρίζει την Ζερβοδοπούλαν, επίστευσεν ότι την εχάριζε πραγματικώς. Όσον διά την εντροπήν του αυτήν την εκάλυψε το σκότος της νυκτός. Το σπουδαίον ήτο ότι τώρα το Μαρούλι ήτο δικό του. Με την πεποίθησιν δε αυτήν εμονολόγει: — Κ' εδά πού θα μου πας; πού θα μου πας, Μαρούλι;