United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε δε αφυπνίσθη, άνθρωπός τις ενεφανίσθη ενώπιον αυτού. Τους χαρακτήρας του ανθρώπου τούτου ανεγνώριζεν ο Μάχτος, αλλά το όνομά του δεν εγίνωσκεν, ουδ' ανεμιμνήσκετο πού τον είχεν ιδεί. Ήτο δε ούτος ο Τρανταχτής, ο φίλος του Σκούντα, και γνώριμος ημών εκ του καπηλείου του Κατούνα. — Φίλε μου, τω είπε, δουλεύεις τώρα εδώ, ή όχι;

Ήτο ο Μάχτος, όστις ήρχετο συντετριμμένος εξ ευτυχίας ... Ο Θευδάς τω έδειξε την νέαν κοιμωμένην. Ο Μάχτος εισώρμησε κράξας: «Αϊμά! ». Αλλ' η κόρη εκοιμάτο. Ο νέος επλησίασε πατών επ' άκρων των ποδών.

Και τούτο μάταιον. Η Αϊμά δεν εκοιμάτο, έλειπεν. Ο Μάχτος ησθάνθη ήδη μεγίστην ανησυχίαν. Τω όντι το πράγμα τω εφαίνετο σοβαρόν. — Πού είνε η Αϊμά, μάννα; έκραξεν. Η Γύφτισσα είχε νικήσει την ραστώνην, ήτις εδέσποζεν αυτής προ ολίγων στιγμών, και εισήλθεν εις την καλύβην. — Δεν ξεύρω, απήντησεν απλώς. — Δεν ξεύρεις; είπεν ο Μάχτος· δεν ξεύρεις πού είνε; — Δεν ξεύρω, επανέλαβεν η Γύφτισσα.

Ήλπιζε δε να κατορθώση εν τω μεταξύ να περιορίση τον πατέρα του, και ν' αντισταθή απηλπισμένως κατά των πολιορκούντων την είσοδον της καλύβης. Αλλ' ουδέ ούτος προείδε τι έμελλε να συμβή. Ιδούσα η Αϊμά ότι ο Μάχτος είχε συλλάβει στιβαρώς τον πατέρα του με τας δύο χείρας, δεν έχασε καιρόν.

Εν τούτοις ο Μάχτος όχι διότι παρεπείσθη εκ των προτροπών του, αλλά μάλλον διότι ησθάνθη το οχληρόν του πράγματος, εδοκίμασε να ανασηκωθή, διότι ήτο γονυπετής, και τότε ο Θευδάς τω έτεινε την χείρα ειπών αυτώ: «Είνε ανάγκη να εύρωμεν τον αυθέντην μου». Η τελευταία λέξεις εκόπη διχή μεταξύ του λάρυγγος και των οδόντων του Θευδά.

Ο Μάχτος είξευρεν ότι η πράξις του ήτο κακή, αλλά δεν ηδύνατο να την παραλίπη. Είχεν ανάγκην να μάθη τι έλεγεν εις τον πατέρα του ο ξένος. Άλλως δεν ηδύνατο να ησυχάση. Η υπόνοια, ην είχε συλλάβει ο Μάχτος, ας είπωμεν τούτο, ήτο περίπου τοιαύτη. Ο νέος υπώπτευσεν ότι ο ξένος ούτος ηράτο της Αϊμάς, και ήθελε να την νυμφευθή. Προς τούτο λοιπόν διεπραγματεύετο με τον πατέρα του.

Άπορον είνε πώς είχε κατορθώσει ναντιληφθή την παραγγελίαν ταύτην και να τηρήση αυτήν εις την μνήμην του. Διότι την στιγμήν εκείνην, ως ενθυμούνται οι αναγνώσται, πάντα τα πρόσωπα της σκηνής, και ιδία ο Μάχτος, διετέλουν εν μεγίστη ταραχή και παραζάλη.

Καθ' ον χρόνον ο Μάχτος διετύπου κατ' όναρ τας σκέψεις ταύτας, η σκηνή του ονείρου είχε μεταβληθή. Δεν ήσαν πλέον οι τρεις, και τέταρτον πρόσωπον είχε παρουσιασθή. Αλλά το πρόσωπον τούτο δεν παρήλθεν επί την σκηνήν άνευ προσωπείου. Ως φαίνεται, είχε λόγους να καλύπτη την μορφήν. Δεν επεθύμει να φαίνεται τις ήτο.

— Ο Μάχτος! εξεφώνησε περιχαρής η Αϊμά. — Ο Μάχτος, βέβαια, είπε παρωδών ο Τρέκλας, συναισθανθείς ότι δεν ηδύνατο να βεβαιώση το πράγμα. — Ω Μάχτο! είπεν η Αϊμά. — Να είσαι έτοιμη, είπεν ο Τρέκλας. — Έτοιμη; — Θα έλθη να σε πάρη. — Ω, πότε; είπεν η Αϊμά. — Σε λίγο, είπε διφορουμένως ο Τρέκλας. — Καλώς να έλθη. Ω Μάχτο! — Μου έδωκε κ' ένα γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. — Γράμμα; — Ναι.

Αλλ' όμως ήτο περί βαθύν όρθρον. — Λοιπόν να έλθω αύριον βράδυ; ηρώτησεν αύθις ο ξένος. — Να έλθης. — Θα το έχης δοσμένον το γράμμα; — Χωρίς άλλο. — Και αν κατορθώσης να την ιδής... — Αυτό είνε δυσκολώτερο. — Να της ειπής ότι ο Μάχτος το έφερε το γράμμα. — Ο Μάχτος; — Μάχτος, έτσι ονομάζομαι. — Καλό όνομα, εμουρμούρισεν ο Τρέκλας. — Και είνε αδελφή μου. — Έχω ευχαρίστησι.