United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο νέος τα έχασε και ηγνόει τι ώφειλε να πράξη, Η Αϊμά είχεν ανασηκωθή επί της κλίνης και εθεώρει με μεγάλους οφθαλμούς, βοηθεία του διπλού φέγγους, όπερ εισεχώρει διά της ανοικτής θύρας και διά της επωροφίου ρωγμής, τον Πρωτόγυφτον και τον Μάχτον, χωρίς να εννοή τι συνέβαινεν. Εν τοσούτω δε είχον αφυπνισθή υπό του συμβάντος θορύβου ο Βούγκος και η γραία Γύφτισσα.

Δεν είνε δε και αυτά περιττά, αλλά δίδουν έν μέγα και κυριώτατον πλεονέκτημα• τα σώματά των αποκτούν αντοχήν και δύναμιν αλλ' έχουν και άλλην ωφέλειαν όχι μικράν• αποκτούν πείραν ήτις θα χρησιμεύση εις αυτούς εις τον πόλεμον διότι είναι φανερόν ότι ο κατ' αυτόν τον τρόπον γυμνασμένος, εάν συμπλακή προς εχθρόν, ευκολώτερα θα τον καταρρίψη με υποσκελισμόν, και, αν πέση, θα δυνηθή ευκολώτατα να ανασηκωθή.

Κι' ορμήσας υπερεπήδα τον ένα μετά τον άλλον όλους τους παίζοντας, έπειτα δε έσκυψε και στηρίξας τας χείρας επί των γονάτων του, ετάχθη εις το άκρον της γραμμής. Εκείθεν στρέψας την κεφαλήν, χωρίς ν' ανασηκωθή, εφώναξε προς τους ηλικιώτας και φίλους: — Είντα κάνετε, μωρέ κοπέλια; Καλά 'στε; Εις τον ενθουσιασμόν του παιγνιδιού είς εκ των νέων επρότεινε να διατρέξουν με τον ποταμόν το χωριό.

— Ε Θεέ μου, και νάπεφτες μέσα, Ξενούλα! είπε με αλλόκοτον γέλωτα η Φραγκογιαννού. Τι λευθεριά θάκανες της μάνας σου! — Ε! Σε μου, τσαι νάμπεμπες μπέσα! εμιμήθη παρωδούσα την φωνήν η Ξενούλα! Τσι λελυγιά τσάκαλες τσης μπάμιας σου! Είχεν ανασηκωθή ολίγον, και πάλιν έκυψε βαθύτερον ή πριν.

Μπάρμπα Σταμάτη, σήκω! ήρθαν κείνοι πούλεγες... Μας περικύκλωσαν απόξω. Και πάλι τον έσεισε σφοδρότερον εις τον ώμον. Ο γέρο-Σταμάτης έτριψε τα όμματα, έκαμε ν' ανασηκωθή, και πάλιν έπεσεν εις τo πενιχρόν, σκληρόν προσκέφαλον η κεφαλή του. Εν τοσούτω την ανεγνώρισε. — Τι μολογάς, Σοφία; της είπε. Γλυκός ο ύπνος την αυγή.

Εν τούτοις ο Μάχτος όχι διότι παρεπείσθη εκ των προτροπών του, αλλά μάλλον διότι ησθάνθη το οχληρόν του πράγματος, εδοκίμασε να ανασηκωθή, διότι ήτο γονυπετής, και τότε ο Θευδάς τω έτεινε την χείρα ειπών αυτώ: «Είνε ανάγκη να εύρωμεν τον αυθέντην μου». Η τελευταία λέξεις εκόπη διχή μεταξύ του λάρυγγος και των οδόντων του Θευδά.

Αισθανόταν το κεφάλι της κουδούνι απ’ αυτήν την ασυνείθιστη αγαλλίαση που της έκανε σχεδόν τρόμο . . Σαν αντίκρυσε τα μάτια της Βεργινίας που είχε ανασηκωθή στο προσκέφαλο κ’ έσφιγγε με το χέρι το στήθος της, τα ρόδα του προσώπου της μονομιάς ξεφύλλισαν. . της ήρθαν τα κλάματα κ' έπεσε στα πόδια του κρεββατιού με το πρόσωπο μες τις κουβέρτες Πήγε ο Νίκος κοντά της να της πη πως δεν τόθελε να την πικράνη.