United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τω μεταξύ η νέα γυνή είχεν αρπάσει από των χειρών της Αϊμάς το κάνεον με τα ενδύματα και έφυγεν. Η παιδίσκη διατελούσα εν σκοτοδίνη δεν ηδυνήθη ναντιστή, ουδ' απεπειράθη τούτο. — Έτσι δα, αρχοντοπούλα γύφτισσα, έκραξε μανιώδης η γυνή. Μου τα πήρες, σου τα παίρνω. Είμεθα ίσα ίσα. — Πώς παίρνεις τα ρούχα; έκραξεν ο ξένος ορμήσας να αρπάση το κάνεον.

Ωμίλησεν εις αυτό αποτόμως· το ύβρισε τραχέως κ' αίφνης ορμήσας ήρπασεν από της τραπέζης σκωριασμένην προβατοψαλίδα και του επετέθη. Ναι, ήθελε ν' αφαιρέση από του καρυοφυλλίου τα κοσμήματα, διότι δεν του έπρεπον πλέον.

Την στιγμήν εκείνην επανήλθε και επίκουρος του Τρέκλα ο Χόμο, όστις αφού εξετέλεσε την περίοδόν του, επανήλθε εκβάλλων φοβεράς υλακάς. Η Αϊμά οπισθοχώρησε τρέμουσα, αλλ' ο κύων δεν εστράφη κατ' αυτής. Την μανίαν του κατηύθυνε κατά του θύματος του Τρέκλα, και ορμήσας ήρχισε να δάκνη μανιωδώς τους ώμους και τας πλευράς αυτού. Συγχρόνως δε εκ του οικίσκου εξήλθε και άλλο τι πρόσωπον.

Ο Μούρος βλέπων την Αμέρσαν να τρέχη προς την θύραν, εφαντάσθη, εν τω παραλογισμώ της μέθης του, ότι η αδελφή του ήθελε ν' ανοίξη την θύραν και τον παραδώση εις τους χωροφύλακας. Τότε τυφλός εκ μανίας, έσυρεν όπισθεν, από τα νώτα της οσφύος του, τροχισμένην μάχαιραν, την οποίαν είχε και ορμήσας εκτύπησε την αδελφήν του εις το πλευρόν όπισθεν κατά την δεξιάν μασχάλην.

Περί το εσπέρας έφθασεν από Σάλωνα και ο Γεώργιος Δράκος, ο οποίος ορμήσας αμέσως κατά των υπό τον Καρεμφίλμπεην Αλβανών, τοποθετημένων επί του προς τα δεξιά του Διστόμου λόφου, τους ηνάγκασε να φύγωσι και να τοποθετηθώσι πλησίον του στρατοπέδου των.

Έπειτα, ενώ οι Συρακούσιοι εισελθόντες εις τα πλοία έσυρον αυτά διά σχοινιών και έπλεον κοντά εις την παραλίαν, διά να φθάσουν εις την Μεσσήνην, προσεβλήθησαν πάλιν υπό των Αθηναίων· αλλ' ο στόλος των Συρακουσίων απομακρυνθείς της παραλίας και ορμήσας κατ' αυτών εκυρίευσε και άλλο πλοίον.

Συγχρόνως ορμήσας την ενηγκαλίσθη και το στόμα του ανεζήτει τα χείλη της, ψιθυρίζον λόγους αγρίου ερωτικού παροξυσμού. Η κόρη τον απώθει και επροσπάθει να τον αποφύγη ανακλίνουσα την κεφαλήν. Αλλά ποία δύναμις ήτο ικανή να λύση τους βραχίονας οίτινες την περιέσφιγγαν; Η δύναμις αυτή ευρέθη εις έν όνομα, το οποίον βλέπουσα το μάταιον της αντιστάσεώς της η Πηγή, επρόφερε: — Ο Στρατής! ο Στρατής!

Κι' ορμήσας υπερεπήδα τον ένα μετά τον άλλον όλους τους παίζοντας, έπειτα δε έσκυψε και στηρίξας τας χείρας επί των γονάτων του, ετάχθη εις το άκρον της γραμμής. Εκείθεν στρέψας την κεφαλήν, χωρίς ν' ανασηκωθή, εφώναξε προς τους ηλικιώτας και φίλους: — Είντα κάνετε, μωρέ κοπέλια; Καλά 'στε; Εις τον ενθουσιασμόν του παιγνιδιού είς εκ των νέων επρότεινε να διατρέξουν με τον ποταμόν το χωριό.

Θα φάγω εσένα, κερατά!. . . Και ορμήσας λυσαλέος ο Ζάχος συνέσφιγξεν εις τους βραχίονάς του τον Ταχίρ. Τότε ήρχισε μεταξύ των ο πεισματωδέστερος αγών. Ο Χάρος και ο Τσοπάνης δεν επάλαισαν τόσον σφοδρώς εις το μαρμαρένιο αλώνι, ούτε οι σαράντα δράκοι μετά τόσου θορύβου εις το τρίστρατο διά τα γλυκά μάτια της Πεντάμορφης.