United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ο γέρων έβαλε πεπνιγμένας κραυγάς, αλλ' ο Σκούντας διά της ισχυράς του λαιμού πιέσεως δεν επέτρεψε νακουσθώσιν αύται. — Τα κλειδιά, έλεγε μόνον. — Ω, διάβ.. . . ολε.. σου τα. .. δίν... ω. . . είπε κεκομμένη τη φωνή ο Φούρβης. Ο Σκούντας άφησε τον λαιμόν του θύματός του, αλλά δεν άφησε και το γένειον αυτού. — Έλα, κάμε γρήγορα, πού είνε;

Η τελευταία αύτη δίκη είνε πλήρης πάθους και κινήσεως· εμπεριέχει τριπλήν μεταβολήν σκηνής, τριπλήν κατηγορίαν, τριπλήν αθώωσιν υπό των Ρωμαίων, τριττάς διαμαρτυρίας και επιμονήν των Ιουδαίων και νουθεσίαν προς τον Πιλάτον, και τριττάς προσπαθείας εκ μέρους του υπέρ απαλλαγής του θύματος.

Εδώ για ν' αναγνωρίση κανείς τη θέση του χαραχτήρα αυτού, μέσα σ' ένα τέτοιο σπίτι, πρέπει να κουραστή λίγο για ν' αναζητήση τη μορφή του άλλου «θύματος», που επίδρασε στην Αννούλα, του «θύματος» που δεν περνά από τη σκηνή, μα που πέρασε στη ζωή, πρέπει να το ζητήση σε κάποιες γωνιές του σαλονιού που γίνεται το δράμα, ή σε κάποιες που μαντεύονται από μέσα.

Αι χείρες του θύματος εξασθενούν οσημέραι. Οι θάμνοι και τα ξηρόχορταελπίδες φρούδαιδεν τον κρατούσι πλέον . . . Δεν έπασχε μόνον ηθικήν, αλλά και σωματικήν κάρωσιν, ως κατόπιν κοπώσεως υπερτάτης. Και ήσαν σχεδόν ηδονικαί αι στιγμαί αυταί.

Αυτός είχεν ευρεθή «εις βρασμόν ψυχής». Απεδείχθη μάλιστα ότι η μάχαιρα ήτον «του παθών». Ίσως να είχεν αποσπάσει, αλλά δεν ενθυμείτο πώς, την μάχαιραν από την μέσην του θύματος. Αυτός επίστευεν ότι του την είχεν αρπάσει μάλλον από την χείρα. Είτα και πάλιν επανήρχετο εις τα βάσανά του, όσα υπέφερε δύο μήνας τώρα, εις τας φυλακάς.

Την στιγμήν εκείνην επανήλθε και επίκουρος του Τρέκλα ο Χόμο, όστις αφού εξετέλεσε την περίοδόν του, επανήλθε εκβάλλων φοβεράς υλακάς. Η Αϊμά οπισθοχώρησε τρέμουσα, αλλ' ο κύων δεν εστράφη κατ' αυτής. Την μανίαν του κατηύθυνε κατά του θύματος του Τρέκλα, και ορμήσας ήρχισε να δάκνη μανιωδώς τους ώμους και τας πλευράς αυτού. Συγχρόνως δε εκ του οικίσκου εξήλθε και άλλο τι πρόσωπον.

Και ενώ εκείνη έλεγε ταύτα, εγώ εσυλλογιζόμην την ανήμερον άλλοτε οργήν της κατά του φονέως, το παράπονόν της, ότι ο πτωχός ημών αδελφός εταράσσετο εν τω τάφω του, οσάκις ο φονεύς αυτού επάτει το χώμα, έστω και εις την άκραν του κόσμου, και ανετριχίαζε το σώμα μου εκ της ιδέας, ότι ο φονεύς εκείνος περιπατεί καθ' εκάστην επί αυτού του τάφου του θύματός του, και έτρεμον μη το πληροφορηθή η ταλαίπωρος.

Ο Πλούτων εχύθη εις τας αγκάλας του ορφανού, ο δε ιατρός επέδειξε και πάλιν την αγαθότητα της ψυχής του, δις πτύσας εις το πρόσωπον του βδελυρού δημίου και έπειτα περιδέσας μετά πάσης επιμελείας τας χαινούσας του θύματος πληγάς, εις το οποίον διέταξε να προσφέρωσι πινάκιον γάλακτος και να το αφήσωσιν έπειτα να ησυχάση.

Ο σύντεκνος όπισθεν του ζεύγους ώθησε την κεφαλήν της νύφης. Είχε το «καμάρι» της νύφης και συνάμα και περισσότερον είχε την αφωνίαν του θύματος, του αγομένου εις σφαγήν. — Διάβασε, Παπά, την ακολουθίαν του αρραβώνος και κατόπιν του στεφανώματος. Ο Ιερεύς είπεν: — Ας είνε, θα διαβάσω τον Δίγαμον.

Ο αποτρόπαιος εκείνος άνθρωπος ησχολείτο προς διαβόησιν του ονόματός του εις πειράματα ζωντοτομίας, της συνισταμένης, ως γνωστόν, εις την αντί πτώματος ανατομήν ζωντανού θύματος προς επισκόπησιν της λειτουργίας, τών εσωτερικών του οργάνων, της κινήσεως των μυώνων και των αποτελεσμάτων της τομής του νεύρου ή της εξαιρέσεως εγκεφαλικού λοβού.