United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Σμάλτω υφίστατο την δοκιμασίαν αυτήν από τριών ήδη μηνών, από της ιδίας δηλαδή νυκτός κατά την οποίαν εγκατεστάθη εις Τρουμπέ. Τόρα όμως από της ημέρας του παθήματός της η δοκιμασία έγεινε στενωτέρα. Μόλις εξήρχετο εις την θύραν του οικίσκου της ευθύς αι γυναίκες την ητένιζον περιέργως εις τους οφθαλμούς.

Είχεν αναχωρήσει από βραδής, αφού ήναψε το κανδήλι του οικίσκου, αντικρύ, όπου έλαμπεν ο φεγγίτης, και δεν του είχεν αφήσει το κλειδί. Ώστε, δυστυχως, δεν ηδύνατο να τους περιποιηθή εις την οικίαν &του αφεντικού&. Ο επιστάτης ήτο νέος χωρικός λίαν βραχύσωμος, πρώην βοσκός, κομπορρήμων και φλύαρος.

Η μικρά Ανθούσα, πτωχή κορασίς, συγγενής της οικογενείας, την οποίαν είχαν προσλάβει εκείνας τας ημέρας διά να υπηρετή τον ασθενή, ίστατο εις την θύραν του οικίσκου, κ' εκύτταζεν εν εκστάσει τον μέγαν χορόν, όστις ήτον ως τεράστιος ορμαθός ανθρώπων, πολύχρωμος και αεικίνητος. Μ' όλον τον θόρυβον όστις ήρχετο έξωθεν, ήκουσε την κραυγήν και τον βήχα του Θανάση, κ' έτρεξεν επάνω. — Τι έχεις, Θανάση;

Καθώς εξήλθεν εις το ύπαιθρον ο Φάλκος, κατ' αρχάς εστράφη οπίσω προς την θύραν του οικίσκου την οποίαν αφήκεν ανοικτήν, και ηκροάτο διά ν' ακούση την αναπνοήν της μητρός του κοιμωμένης.

Τώρα, όσον προέβαινεν η νυξ, ο βρόμος του πυρός και η λάμψις των καιόντων δαυλών, και το θάλπος το οποίον διέχυνεν η ανθρακιά, ήτο πράγματι ανεκτίμητος παρηγορία, εις την ερημίαν εκείνην, αναμέσον των τόσων ερειπίων. Καθώς εξήλθεν ο Φάλκος έξω εις το ύπαιθρον, αντικρύ της θύρας του οικίσκου είδε να φαίνεται ένα μαύρον πράγμα, το οποίον δεν είχε παρατηρήσει αφ' εσπέρας.

Την στιγμήν ταύτην τω εφάνη ότι ήκουσε ρογχασμόν τινα κοιμωμένου εντός του οικίσκου, και τόσω μείζονα σπουδήν ησθάνθη όπως απομακρυνθή τάχιστα. — Υπάγωμεν γρήγορα, είπε λαμβάνων την Αϊμάν εκ της χειρός. — Δεν μπορώ, Μάχτο. Και ο Σκούντας την έσυρεν αυθαδώς. Αλλ' η νέα αντέστη ειπούσα. — Ας περάση λίγο, διά να έλθω εις τον εαυτό μου. Ο Σκούντας ηναγκάσθη να περιμένη.

Επροτίμησε ναγνοή και εκείνη και αυτός τι έμελλε να πράξη. Μίαν μόνην απόφασιν έλαβε. Να κρούση την θύραν του οικίσκου και να ζητήση άσυλον διά την Αϊμάν μέχρι της πρωίας. Τούτο δε και έπραξε. Παρήλθε πολύς χρόνος μέχρις ου ο Τρέκλας, όστις εκοιμάτο εντός του οικίσκου, αφυπνισθή και ανοίξη την θύραν. Τέλος ηγέρθη μορμυρίζων, απέσυρε τον βαρύν λίθον όστις έκλειεν όπισθεν την θύραν, και ήνοιξεν.

Και τότε μόνον ενόησεν ότι ο Μήτρος την εβασάνιζε με τους ήχους και μόνους της φλογέρας του και μικρόν κατά μικρόν, κατά δόσεις καθημερινάς, έχυνεν εντός αυτής ένα αίσθημα όπερ εφοβείτο περισσότερον του αράπη, τον οποίον εγνώριζεν εκ παραδόσεως, παραφυλάσσοντα με το τοπούζι εις την γωνίαν του οικίσκου της.

Αίφνης ευρέθη εμπρός χαμηλού πλινθοκτίστου οικίσκου, από τ' ανοικτά παράθυρα του οποίου εξήρχοντο, εν τη σιγή εκείνη και τη ερημία του δρόμου, έρρινοι φωναί, ψαλμοδούσαι. Ο Δημήτρης, χωρίς να το εννοήση, είχε φθάσει εις την κωμόπολιν και ήδη ευρίσκετο προ της οικίας του παπά-Σταύρου. — Ο Θεός μ' έβγαλε· διελογίσθη ευχαρίστως.

Η λυγερή διετήρησε την θέσιν της εις την γωνίαν άφωνος και ακίνητος, συγκρατούσα την αναπνοήν της εκ του τρόμου. Αλλ' η θύρα του οικίσκου εκινείτο θορυβωδώς εκ των βιαίων λακτισμάτων του Στάθη. Και η Σμάλτω συνήλθε τέλος κ' εγερθείσα ήνοιξε την θύραν, νεύουσα χαμαί την κεφαλήν, φοβουμένη μήπως διακρίνη επί του προσώπου της το σφάλμα ο Στάθης, τρέμουσα όλη, ως το φυλλοκάλαμον.