United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


«&Δεκεμβρίου 17&. Εγερθείσα σήμερον την πρωίαν εύρον επί της τραπέζης της αιθούσης ημών ογκώδη ανθοδέσμην, πιθάριον ελαιών της Κορώνης, καπνιστά οψάρια του Μεσολογγίου και δέσμην εντύπων φυλλαδίων.

Η λυγερή διετήρησε την θέσιν της εις την γωνίαν άφωνος και ακίνητος, συγκρατούσα την αναπνοήν της εκ του τρόμου. Αλλ' η θύρα του οικίσκου εκινείτο θορυβωδώς εκ των βιαίων λακτισμάτων του Στάθη. Και η Σμάλτω συνήλθε τέλος κ' εγερθείσα ήνοιξε την θύραν, νεύουσα χαμαί την κεφαλήν, φοβουμένη μήπως διακρίνη επί του προσώπου της το σφάλμα ο Στάθης, τρέμουσα όλη, ως το φυλλοκάλαμον.

Εν τούτοις η Ιωάννα εγερθείσα έσπευδε να κρύψη υπό το ράσον της τα αίτια της έριδος, ενώ οι δύο καλόγηροι εξηκολούθουν γρονθοκοπούμενοι και το αίμα ήρχιζεν ήδη να τρέχη, αλλ' ευτυχώς μόνον εκ της μύτης.

Εγερθείσα εν τω άμα εστάθη προς στιγμήν ακίνητος με τα μεγάλα μάτια της η Βγένα, η καπετάνισσα, υψηλή και εύσωμος γυνή, ατενώς προβλέπουσα τα μεγάλα της Παναγίας της Λημνιάς μάτια, τα οποία ήσαν τα μόνα ακίνητα τόσην ώραν εκεί οπού όλα εκινούντο φρίσσοντα υπό τας τρομώδεις του ανέμου πνοάς. Εστάθη ακίνητος με τα ακίνητα μάτια της, σαν να ωμίλει με τ' ακίνητα της εικόνος μάτια.

Μαννού, κύτταξε εκείνο το καράβι! Διέκοψε την σιωπήν η νεάνις. Αλλ' η γραία, βυθισμένη εις τας φοβέρας της σκέψεις, δεν ήκουσε. Και η σκούνα εχάθη οπίσω από τα ερημόνησα του λιμένος. — Πάμε, παιδί μου, είπε τέλος η γραία, εγερθείσα και πλύνασα μίαν φοράν ακόμη το πρόσωπόν της, τα οποίον ήδη επανέκτησεν ολοτελώς πλέον την προτέραν του χροιάν.

Να κάμη κούνιαν τέλος, υπό τον πλάτανον του Αγίου Γεωργίου τον υψηλόκλαδον, να κουνισθή, ν' αερισθή όλη εις τον αέρα εκείνον, οπού ήρχετο αγνός από το πέλαγος. Εκείνη εις την κούνιαν, και ο αέρας να την τραγουδή . . . Έκαμε τον σταυρόν της εγερθείσα νύκτα-νύκτα. Έλαβε το καλαθάκι της, εκείνο το λεπτόπλεκτον, το κυμαίον.

Αλλ' αυτή θα ήτο η τελευταία νίκη του «Βασιλέως της κομψότητος» κατά του αντιπάλου του, διότι αυτοστιγμεί η Ποππέα εγερθείσα ανέκραξεν: — Άναξ, πώς δύνασαι να επιτρέπης τοιαύτην ιδέαν να την εκφράζη οιοσδήποτε ή τουλάχιστον να τολμούν να την εκφράζουν ενώπιόν σου; — Τιμώρησον τον υβριστήν, είπεν ο Βιτέλλιος.

Τέτοια μέρα! — ήτο παραμονή των Χριστουγέννωναπήντησε πενθίμως η Κρατήρα, χασμωμένη και σουφρόνουσα περί τον κυρτούμενον προς τα εμπρός λαιμόν τους ημιγύμνους ώμους της· κομβώσασα δε και περιζώσασα καλώς χονδρήν λευκήν φανέλλανμόλις εγερθείσαπροσεπάθει ν' ανάψη το πυρ της εστίας.

Διά της δεξιάς χειρός εκράτει ράβδον στηριζομένην επί του ώμου του, από δε την άκραν της ράβδου εκρέματο επί των νώτων του καλάθιον σκεπασμένον με φύλλα λαχάνων. Η παππαδιά εγερθείσα επλησίασεν αψοφητί προς την θύραν. — Καλή 'μέρα, Γεροθανάση, εψιθύρισεν. Ο παππάς κοιμάται.

Έθεσα, τότε την χείρα επί του ώμου της και ηθέλησα να την προτρέψω να φάγη, αλλά δεν ηδυνήθην να είπω πολλά, διότι είδα τα δακρυα ρέοντα διά μέσου των δακτύλων της, και επνίγετο η φωνή μου και εθολούντο οι οφθαλμοί μου. Η μήτηρ μου εκάθητο παρέκει. Έδειξα διά της χειρός την Ανδριάναν και με ενόησεν η μήτηρ μου, και εγερθείσα ήλθε πλησίον της δυστυχούς νέας.