United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κυρά, που ελογίαζα πως να μην έχη πλέον αναπνοήν, ακούω να μου λέγη· Ω Μουσουλμάνε, λάβε έλεος και σύντρεξέ με αν αγαπάς τον Πλάστην· βάλε μου μίαν σταλαγματιά νερό εις το στόμα μου, διά να μου παύση η θανατηφόρος μου δίψα που με ενοχλεί.

Καθώς εξήλθεν εις το ύπαιθρον ο Φάλκος, κατ' αρχάς εστράφη οπίσω προς την θύραν του οικίσκου την οποίαν αφήκεν ανοικτήν, και ηκροάτο διά ν' ακούση την αναπνοήν της μητρός του κοιμωμένης.

Αυτός ο βασιλέας εκάθονταν επάνω εις το θρονί του, και ωσάν είδε τον Αμπτούλ εσηκώθη με βίαν και επήγε και τον εδέχθη· τον οποίον εκράτησε πολλήν ώραν είς τες αγκάλες του χωρίς να ημπορέση να προφέρη λόγον, τόσον μεγάλη εστάθη η χαρά του· και αφού έλαβε την αναπνοήν του, είπε του Αμπτούλ.

Εκατασταθήκαμεν το λοιπόν να γυρίζωμεν τους μύλους διά να αλέθωμεν το κεχρί· και δεν έφθανεν αυτός ο κόπος που είχαμεν, μα οι άνομοι Μώροι ωσάν μας έβλεπαν που επαίρναμεν ολίγην αναπνοήν, μας εφόρτωναν τόσες ξυλιές που πολλές φορές εμέναμεν λιποθυμημένοι. Ετούτη η ζωή ήτον πολλά σκληρή διά ημάς, επειδή δεν είμεθα μαθημένοι διά παρομοίους κόπους.

Ίσως την πρώτην ποσότητα του οξυγόνου επρομήθευσαν εις την ατμόσφαιραν φυτά οποία η κομφέρδα , ήτις ανθεί υπό τα εντονώτερα καύματα. Το βέβαιον είνε ότι κατ' αυτόν τον τρόπον τα φυτά και τα δένδρα εξηκολούθησαν να παρασκευάζουν τον αέρα διά την αναπνοήν των ζωικών ειδών και συγχρόνως αφήρουν και απεθήκευον τον άνθρακα υπό μορφήν ξύλου και φυλλώματος.

Μέχρις εκείνης της στιγμής περιέφερα το χέρι μου πέριξ του πιάτου. Αλλ' οι ποντικοί συνηθίσαντες εις την ομοιόμορφον αυτήν κίνησιν έπαυσαν να την φοβούνται πλέον. Η αναίδειά των δε έφθανε να μου δαγκάνουν τα δάκτυλα. Με ό,τι απέμεινεν από το λιπαρόν κρέας ήλειψα το σχοινί μου, εφ' όσον έφθανε το χέρι μου. Έπειτα εσήκωσα το χέρι μου επάνω από το έδαφος και έμεινα ακίνητος, κρατών την αναπνοήν μου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πώς ελαχάνιασες, και πώς αναπνοήν δεν έχεις, αν σ' έμεινε αναπνοή να ‘πής πως δεν την έχεις; Μ' αυτά που προφασίζεσαι πλειότερα μου λέγεις, παρά εάν μου έλεγες εκείνα που μου κρύπτεις. Καλόν μου φέρνεις ή κακόν; Εις τούτο αποκρίσου. Μιαν λέξιν ‘πέ μου· τα λοιπά κατόπιν μου τα λέγεις. Είναι καλόν; είναι κακόν; — Ειπέ να ησυχάσω. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Μα την αλήθειαν, περίφημα τον εδιάλεξες!

ΛΗΡ Μου τον έπνιξαν και τον πτωχόν τρελλόν μου... Όχι· δεν είναι ζωντανή! — Ω! Πώς ζωήν να έχη το άλογον, ο ποντικός, και όμως να μην έχης αναπνοήν εσύ; Εσύ οπίσω δεν θα έλθης ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ... 'Ξεκούμπωσέ με, παρακαλώ... Ευχαριστώ... Αυτό εδώ το βλέπεις; Ιδέ! Τα χείλη της ιδέ... Κύτταξ' εδώ... Ιδέ την... ΕΔΓΑΡ Λιγοθυμά! Αυθέντα μου! Αυθέντα!

Επί τέλους αφού είδε ότι τον είχαν περικυκλώση από παντού, χωρίς να τον αφήνουν να πάρη την αναπνοήν του, άφησε τον βωμόν που τοποθετούνται τα σφάγια και πηδήσας με τα δύο του πόδια πήδημα όπως του Αχιλλέωςόταν έτρεξε εις το Ίλιον προς τα πλοίαορμά εναντίον των. Αυτοί, όπως τα περιστέρια όταν ιδούν γεράκι, τρέπονται εις φυγήν.

Άρχισε να βραδυάζη· η ατμόσφαιρα ήτο πεπληρωμένη με το άρωμα του αγρίου θυμαριού και της ανθισμένης φιλύρας· γύρω γύρω εις τα πράσινα από τα δάση βουνά ήτο απλωμένος ο φωτεινός υποκύανος του αιθέρος πέπλος· βαθεία και ευρεία εβασίλευε γαλήνη· όχι η γαλήνη του ύπνου ή του θανάτου, όχι! ήτο 'σάν να εκρατούσε η όλη Φύσις την αναπνοήν της, 'σάν να ησθάνετο τον εαυτόν της διευθετημένον διά να φωτογραφηθή η εικών της επάνω εις το γαλανόν του ουρανού βάθος.