United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν όμως πλέον αποφασίση, είτε με ένα αργότερον είτε με ένα ταχύτερον πήδημα, και πλέον παραδέχεται το ίδιον πράγμα και δεν διστάζει, αυτό το ονομάζομεν κρίσιν αυτής. Επομένως εγώ την κρίσιν την θεωρώ λόγον ο οποίος ελέχθη, όχι όμως προς άλλο πρόσωπον, ούτε με την φωνήν, αλλά σιωπηρώς προς τον εαυτόν μας. Συ όμως τι την θεωρείς; Θεαίτητος. Και εγώ το ίδιον. Σωκράτης.

ΕΔΓΑΡ Δος μου το χέρι σου εδώ. Ακόμη ένα βήμα κ' είσαιτην άκρην του κρημνού. Δεν ήθελα να κάμω αυτό εδώ το πήδημα διά τον κόσμον όλον! Μέσα εδώ διαμαντικό θα εύρης, που αξίζει να το χαρή κάθε πτωχός. Και οι θεοί κ' αι Μοίραις να δώσουν καλορρίζικον το δώρον μου να είναι. Πήγαινε τώρα μακρυά. Αποχαιρέτισέ με. Παρακαλώ ν' μακρυνθής· ν' ακούσω ότι φεύγεις. ΕΔΓΑΡ Ώρα καλή, αυθέντα μου!

Ήρπασε τη πρώτην απεγνωσμένην ιδέαν, ήτις τη επήλθε, και έσπευσε να εκτελέση αυτήν, χωρίς να δύναται να σκεφθή καλώς. Όρμησεν εκτός της κλίνης, όπως ήτο, με τόσον γοργόν, ελαφρόν και σχεδόν αδιανόητον κίνημα, ώστε ουδέ παρετήρησεν ο Πρωτόγυφτος το πήδημα αυτής.

Ημπορούσε 'σάν ψάρι να στρέφεται και να γυροβολά μέσα εις το νερό, ημπορούσε και να σκαρφαλώνη καλύτερα από κάθε άλλον και να προσκολλάται στερεά επάνω εις τας πλευράς των βράχων σαν κοχλίας· είχε ισχυρά νεύρα και τένοντας, και αυτό το εδείκνυεν εις το πήδημα, που το έμαθε πρώτα από την γάτα και κατόπιν από την αίγαγρον.

Και αυτό το πήδημα κατά τον δεύτερον στίχον να είνε τόσον ελαφρόν, ώστε να νομίζη τις ότι εποχείται επί απαλού και δροσερού κύματος συρόμενος απαλά με το κύμα.

Στο δρόμον οπού πήγαινε, πεζός κι’ αρματωμένος, Χαρούμενος και γελαστός, με την καρδιά γεμάτη, Απώναν πόθον άρρητο και μια μεγάλη αγάπη, Τα βράχια ξερριζόνονταν από το βάδισμά του, Κι’ έφευγε σαν την αστραπή, κι’ έτρεχε σαν τ’ αγέρι. Έτρεχε αδιάκοπα μπροστά, σαν άγρια τρικυμία... Δώδεκα οργυιές το βήμα του, το πήδημα σαράντα. Κι’ όταν επαραβιάζονταν στο χώμα δεν πατούσε.

Είπε, και μ' ένα πήδημα τον άδραξε απ' τη φούντα, κι' έστριψε και στων Αχαιών το μέρος τον τραβούσε. 370 Και τ' ολοκέντητο λουρί τον έπνιγε από κάτου απ' τα καλόθρεφτα λαιμά, που τεντωτό κρατούσε τη χάλκινη περκεφαλιά δεμένη στο πηγούνι.

την αγοράν επήγαιναν και ακολουθούσε πλήθος άπειρον εσηκωθήκαν πολλοί και λαμπροί νέοι• 110 ο Ακρόναος, ο Ωκύαλος, πετάχθη, ο Ελατρέας, ο Ναυτηάς, ο Αγχίαλος, ο Πρύμνης, ο Ερετμέας, ο Αναβησίναος, ο Ποντηάς, ο Θόωνας, ο Πλώρης, ο Αμφίαλος, 'που ο Πολύναος γέννησε ο Τεκτονίδης, ο Ευρύαλος, οπ' ώμοιαζε τον ανδροφόνον Άρη, 115 και ο Ναυβολίδηςτην μορφήν ο πρώτος καιτο σώμα, ύστερ' απ' τον Λαοδάμαντα, της νειότης των Φαιάκων. και οι τρεις σηκώθηκαν υιοί του ασύγκριτου Αλκινόου, ο ισόθεος Κλυτόναος, ο Άλιος, και ο Λαοδάμας. και των ποδιών πρώτ' άρχισαν εκείνοι τον αγώνα• 120 από την στήλη τάνυσαν αντάμα την ορμή τους και οι τρεις, σκόνη σηκώνοντας, ως έσχιζαν το σιάδι. ο ασύγκριτος Κλυτόναοςτα πόδια εφάνη πρώτος• και όσοντο νειάμα διάστημα οργόνουν δυο μουλάρια, οπίσω εκείνους άφησε, κ' έφθασεν εις τα πλήθη. 125 εις το βαρύ το πάλαισμα κατόπι αγωνισθήκαν και νικητής ο Ευρύαλος εβγήκε των ανδρείων. ο Αμφίαλοςτο πήδημα καθ' άλλον υπερέβη. ο Ελατρηάςτο δίσκευμα• και εις την γρονθομαχία ο Λαοδάμας, αγαθός υιός του Αλκινόου. 130

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Καλά μου λες, βρε Μεφιστό και Διάβολ' αισθητέ... κι' ο βλαξ εγώ να μη σκεφθώ τοιούτον τι ποτέ; Να! τι θα 'πη να γεννηθής από σποράν Διαβόλου... για κάθε ψύλλου πήδημα δεν χάνεσαι καθόλου.

Τρέχει μέσ' το εκκλησάκι, περνάει το χορό, φθάνει στην τζαμαρία του ιερού, πιάνει το παράθυρο, το ανοίγει και πηδάει στο γκρεμό... Καλλίτερα αυτό το πήδημα παρά ο θάνατος στη φωτιά, μπροστά σ' εκείνη τη συνάθροισι. Αλλά, μάθετε, Άρχοντες, ότι ο Θεός τον ελυπήθη. Ο άνεμος πιάνεται στα ρούχα του, τον σηκώνει και τον αποθέτει σε μια πλατειά πέτρα στα πόδια του γκρεμού.