United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έβγαλε την ασημένια ταμπακιέρα, την κούνησε, την άνοιξε και την πρόσφερε πρώτα στην ντόνα Έστερ, έπειτα στην ντόνα Ρουθ και τέλος στην ίδια την Καλίνα. «Ωραίο παλικάρι, ντόνα Έστερ, αλλά προσοχήΣήκωσε το ράσο για να ξαναβάλει στην τσέπη την ταμπακιέρα και ξαναδίπλωσε και έστριψε το τιρκουάζ μαντήλι του χτυπώντας τις άκρες του στο στήθος. «Ντόνα Έστερ, προσοχή.

Κοπιάστε, αφέντη, από το σπίτι μ' πρώτα, έτσι να ζήσης, να σας κεράσω ορθούς ένα ρακί, για να μου ευκηθήτε το να «&καλοδεχτώ&». Ο προύχοντας, γέροντας σεβάσμιος και γλυκός, δε μπόρεσε να μη δεχτή το προσκάλεσμα της δυστυχισμένης εκείνης γυναίκας, που την είχε συντρέξη πολλές φορές και με την υπόληψή του και με χρήματα, κι' έστριψε να μπη στον αυλόγυρό της.

Ο Αλυφαντής έστριψε το σοκάκι. Ο Παπα-Παρθένης έφτασε στην εκκλησιά, μουρμουρίζοντας· χτύπησε στο κελλί του εκκλησιάρη, τον ξύπνησε κι' ανοίξανε την εκκλησιά. Ο εκκλησιάρης ήτανε μαθημένος από τέτοια ξαφνικά· λαγοκοιμώτανε πάντα. — Και είμαι κι' ανήμπορος, που λες, παιδί μου! Τι να κάνης όμως; Ψυχή ανθρώπου χάνεται! είπε. Μπήκανε στην εκκλησιά.

Ήμασταν πάντα καλές φίλες με την ντόνα Ρουθ, αν και εγώ δεν είμαι από ευγενική γενιά.» «Εσείς έχετε την ευγένεια στην ψυχή», απάντησε γαλαντόμος ο Έφις, εκείνη όμως έστριψε ελαφρά το αδράχτι σαν να ήθελε να πει «δεν βαριέσαι!» «Και ο αδελφός μου ο Ρετόρος εκτιμάει πολύ τις κυράδες σου.

Ναι, τώρα εγώ δε θα μπορώ να πολεμήσω πια άλλους, μα ώρα κακή και θάνατος θα βρει νομίζω εσένα σήμερα εδώ, κι' απ' τ' όπλο μου σφαγμένος θα χαρίσεις δόξα σ' εμένα, την ψυχή στον καβαλάρη χάρο445 Είπε, κι' εκείνος γύρισε και τόκοψε φεβγάλα· σαν έστριψε όμως, τούμπηξε στους ώμους το κοντάρι ίσα στη μέση, κι' αντικρύ του τόβγαλε ως στα στήθια.

Τότες απ' το Διομήδη πριν κανείς, κιας είταν τόσοι, δεν είπε ομπρός πως τράβηξε με τ' άφταστα άλογά του, πως το χαντάκι διάβηκε κι' αρχίνησε πελέκι, 255 Μον Τρώα αφτός πολύ πιο πριν σκοτώνει, τον Αγέλα, το γιο του Φράδμου. Τ' άλογα γυρνούσε αφτός να φύγει· σαν έστριψε όμως, τούμπηξε ανάμεσα στους διο ώμουςστην πλάτη — τ' όπλο, κι' αντικρύ τού τόβγαλε ως τα στήθια.

Ο περαματζής, καθισμένος απάνω στην κουπαστή της πρύμης, έστριψε ένα τσιγάρο, κουμαντάροντας με το ζερβί γόνατο τη λαγουδέρα, πατώντας με το δεξί πόδι πεισματικά την άκρη της σκότας. Το αεράκι, φρεσκάροντας ολοένα, ανέμιζε τα μακρυά, άσπρα του μαλλιά σαν μιαν άσπρη σημαία ειρήνης ψηλά στην πρύμη. Η βάρκα πήγαινε γεμάτα κατά τον κάβο αντίπερα, λάσκα το μεγάλο κόκκινο πανί.

Αγρίεψε, έστριψε το μουστάκι του, γούρλωσε τα μάτια του, ξερόβηξε, βρόντηξε τη σακαράκα του, και κατέβασε δυο τρία μουρόρακα τόνα κοντά στ' άλλο. Ζήτησε να του φέρουν μπροστά του αυτούς τους δύο ι ε ρ ό σ υ λ ο υ ς, θέλησε να στείλη για δύναμη στο χωριό, για να τους κλείση την αστυνομία, για να τους στείλη νύχτα στην εισαγγελία, αλλ' ο ηγούμενος τον μπόδισε. — Τόρα νύχτωσε, κυρ αστυνόμε.

Είπε, και μ' ένα πήδημα τον άδραξε απ' τη φούντα, κι' έστριψε και στων Αχαιών το μέρος τον τραβούσε. 370 Και τ' ολοκέντητο λουρί τον έπνιγε από κάτου απ' τα καλόθρεφτα λαιμά, που τεντωτό κρατούσε τη χάλκινη περκεφαλιά δεμένη στο πηγούνι.