United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα η Ήρα ανέβηκε γοργά στο Ξέφαντο, την άκρη της Ίδας· και την είδε εκεί του Κρόνου ο γιος ο Δίας, την είδε κι' έρωτας βαθύς του διάβηκε τα σπλάχνα, σαν τότε όταν πρωτόσμιγαν και πάγαιναν μ' αγάπη 295 συχνά να κλεφταγκαλιαστούν κρυφά από τους διο γονιούς τους.

Όμια κι' ο Αίας κάρφωσε πηδώντας τη δική του, 260 κι' ο στόκος ίσα διάβηκε ως μέσακι' ενώ ορμούσε πίσω ξανά τον άμπωξεκαι κόφτοντας του πήγε ως στο λαιμό, κι' ανάβρυζε μαβρόθολο το αίμας.

Πλανήθηκε σαράντα μέρες δρόμο, πέρασε σαράντα πολιτείες, και διάβηκε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, ως που να φτάση στο μέρος που ξενειτεύονταν ο αδελφός του. Δε γνώριζε κανένα, ούτε κανένας πατριώτης βρίσκονταν εκεί. Είταν μεγάλη Παρασκευή, όταν μπήκε σ' αυτήν την πολιτεία, μέσα στην Ανατολή, κοντά στην Κόνια.

Εκεί το νέβρο ο Πάρης 375 πίσω τραβάει του δοξαριού και ρήχνει, κι' η σαΐτα έτσι άδικα απ' το χέρι του δεν πήδησε, μον βρήκε το χτένι του δεξιού ποδιού, και διάβηκε ως αντίκρυ στη γης και μπήκε. Γέλασε με την καρδιά του ο Πάρης, κι' οχ την ποδόχη πήδηξε και τούπε φαντασμένα «Σε κάρφωσα, άδικα η ρηξά δεν πήγε!

Έβλεπε τα καταπράσινα περιβόλια, τις πορτοκαλιές, τα νόστιμα τα σπιτάκια, τα χωριατόπουλα που παραιτούσανε τα παιχνίδια τους και στεκόντανε να σεριανίσουν τους ξένους, τις χωριατοπούλες που κρυφόσκυβαν από τα παράθυρα να τους καλοκοιτάξουνε· διάβηκε τέλος και πλάγι του βράχου, και το καλοξέτασε το πέτρινο το θεριό, ταμέτρητα τα λιθάρια που κρεμιούνταν από τις ράχες του, άλλα σα χτισμένα απ' ανθρώπινο χέρι, άλλα σα να τάβαλε ξεπίτηδες ο Θεός για να φοβερίζη τους αμαρτωλούς αποκάτω· είδε και τη λιθόχτιστη τη σκάλα με τα σιδερένια τα κάγκελα που ανέβαιναν οι Χριστιανοί στους Σπερνούς και στις Λειτουργιέςτα καμάρωσε όλα από κοντά και τα θάμασε, και θανέβαινε δίχως άλλο να προσκυνήση κι αυτός, μόνο που ο ήλιος τους παράδερνε τώρα κ' είταν κ' οι δυο τους αποσταμένοι.

Και το βασιλόπουλο ξεκίνησε πάλι, διάβηκε όρη και βουνά, διάβηκε θάλασσες και ποτάμια κ' έφτασε ένα δειλινό στο μαγεμένο περιβόλι. Τα δένδρα σαν το είδαν από μακρυά, μετανόησαν που το είχανε προδώσει με το βουητό τους, το λυπηθήκανε και τούδειξαν μακρυά, στην κορυφή του βουνού, το σιδερένιο πύργο, που ήταν κλεισμένη η βασιλοπούλα.

Το θέμα, που είναι στη διάθεση της δημιουργίας, κάθε μέρα και περιορίζεται περισσότερο σε έκταση και ποικιλία. Η Πρόνοια και ο κ. Walter Besant εξάντλησαν τα ολοφάνερα. Κι αν η δημιουργία θα βαστάξη καιρό ακόμα, μπορεί να βαστάξη μονάχα με τον όρο να γίνη κριτικώτερη απ' ό,τι είναι τώρα. Τις παλιές στράτες και τις σκονισμένες δημοσιές πολύ συχνά τις διάβηκε ο κόσμος.

Είπε, κι' εφτύς μια κονταριά του ζάφτει στην ασπίδα και τ' όπλο του ίσα διάβηκε τη φωτοβόλα ασπίδα 435 και μες στα μαστροδούλεφτα του χώθηκε τσαπράζα, και ξέσκισε όλη απ' τα πλεβρά τη σάρκα, μα η Παλλάδα μέσα τ' αντρός δεν άφισε τα σωθικά ν' αγγίξει. Ένιωσε εκείνος πως βαριά δεν είτανε η πληγή του, κι' ορμώντας πάλι, μίλησε του Σώκου αφτά τα λόγια 440 «Α σκύλε, τώρα σ' έφαγε το μάβρο φίδι αλήθια!

Πέρασε από τ' Αρκάδι, πήρε πλάγι τον ουρανόγγιχτο Ψηλορείτη, διάβηκε του Ασώματου την κοιλάδα, κι ώσπου να φτάση στην Κρύα Βρύση, είταν τα χαρτιά του γεμάτα σημείωσες αρχαιολογικές, τοπογραφικές, ιστορικές, καθετίς πούβλεπε ή που άκουγε από χωρικούς κι από καλογέρους. Σκοπός του αυτό το ταξίδι να μαζέψη υλικό για βιβλία δεν είταν, αυτό το είχε καμωμένο σε ταξίδια προτητερινά.

Σαν αστραπή σου παραλεί τα σπλάχνα· σούχει τα δυο της μάγουλα νυχόσκιστα η γυναίκα, μένει η φαμίλια σου αρφανή· ρέβεις κι' εσύ και βάφεις το χώμα, μ' όρνια πιο πολλά παρά γυναίκες γύρω395 Είπε, και του Λαέρτη ο γιος παγαίνει εφτύς κοντά του και στέκει ομπρός του. Κάθησε τότε ο Διομήδης πίσω, κι' εκεί όξω απ' το ποδάρι του τη γλήγορη σαΐτα τράβαε, και πόνος τσουχτερός του διάβηκε τη σάρκα.