United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δικοί μας οι μιναρέδες είναι &γκρεμνισμένοι& χρόνια κ' αιώνες, κι ως τόσο τρέχουμε ακόμα στα χαλασμένα θεμέλιά τους κι ακκουμπούμε, μην τύχη και πέσουν! Να τo δούμε πώς έπεσαν, να μαζέψουμε τα σκόρπια λιθάρια και να τους ξαναστήσουμε, από το νου μας δεν περνάει. Θα με ρωτήξης, τι πάνε να πουν όλ' αυτά· θα μου πης πως δεν τα καλονοιώθεις, και να σου ξηγήσω το νόημα.

Έπειτα σε χρυσό σταμνί τα παίρνουν και τα βάζουν 795 που μ' άλικα το σκέπασαν σκουτιά απαλοφασμένα· τότες σε λάκκο βαθουλό τα χώνουν, κι' από πάνου χοντρά λιθάρια 'να σωρό σωριάζουν χέρι χέρι.

Ο Νίκος όμως δεν ήτον τυφλός κι ούτε κουφός να μην ακούη τα τι λέγανε στη γειτονιά και προ πάντων τα κορίτσια καθώς περνούσε: «Κρίμας το νέο να πάρη εκείνη τη χτικιάραΜια μέρα βγήκε η Βεργινία απ' την πόρτα του σπιτιού της ναδειάση το κασσόνι με τα σκουπίδια πίσω από τη γωνιά της μάντρας, κατά το βουνό, που ήτανε σωροί-σωροί λιθάρια και σπασμένα μπουκάλια και πιάτα και παλιόχαρτα και πάτοι από ντενεκέδες και στριφογυρισμένα τσέρκια από βαρέλια και λαμποκοπούσαν όλα στον ήλιο σα θησαυροί ατίμητοι.

Κοκκινήσανε » Τα κάτασπρα λιθάρια, » Τα χόρτα και τα χώματα »'Σ το αίμα του τυράννου.» «'Σ τους Τούρκους επετούσανε » Τα βόλια 'σα βροχούλα. » Ο πόλεμος εκράτησε » Απ' το πρωίτο βράδι, » Κοπάδι Τούρκους έστειλα »'Σ τον σκοτεινό τον Άδη. » Ο Λάμπρο Ζήκος 'φώναξεν » Από ψηλή ραχούλα: »

Και ιδού κοπαδάκι φαιών περιστερών προσέρχεται δειλά-δειλά με το ταχύ και νευρικόν πτερύγισμά του να ποτισθή εις το δροσερόν ρεύμα. Αλλ' αίφνης εν τη θέα των ξανθομάλλων παρθένων τρομάζει και χωρίς να πατήση εις τα βρεγμένα λιθάρια υποστρέφει πάλιν δειλά-δειλά.

Παιδιά, τα πήρε η τύφλα Και χύνονται μεςτη φωτιά... Του Διάκου τα λιθάρια Με τα λεπίδια πελεκούν να τα ξεθεμελιώσουν. Αρπάζουνε για ν' αναιβούν την πέτρα με τα νύχια Κι' ότι φανούν τα δάχτυλα, το σίδερο θερίζει.

Άλλοι ορμούν κατά τους πύργους σμάρια σμάρια πλήθια ολάκερα -και τι θα γένω! κι άλλοι ρίχτουνε χαλάζι τα λιθάρια στο λαό μας το γυροζωσμένο. Σώστε, ω θεοί επουράνιοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο και την πόλη.

Εγώ ετράβηξα· δεν ήταν να χασομερίζω περισσότερο. Επέρασα βράχους, επήδησα λιθάρια, έπεσα εσηκώθηκα· πάλι έπεσα, πάλι εσηκώθηκα· έφτασα κάποτε σε μια καλύβα. Ηύρα εκεί όλους τους άλλους γύρω στη φωτιά. Βρεγμένους, ξεσκλισμένους, ματωμένους, γερούς όμως όλους. Όλους όχι. Ο καπετάν Δρακόσπιλος έμεινε στ' ορθολίθι ως που τον έθαψε ζωντανόν το χιόνι.

Κρεμασιές ορμητικές που γκρεμίζουνταν από τις χαμένες κορυφές των βουνών ψηλά μέσα στα κατάμαυρα σύγνεφα, κυλούσαν λιθάρια ριζιμιά και νερό αφρισμένο με γοργάδα αστραπής, με θόρυβο ουρανοβροντής.

Δεν έχει τα μικρά ελαττώματα των κοινών ανθρώπων. — Το πιστεύω. — Πρώτον είνε οπού δεν λέγει ποτέ ψεύματα. Δεύτερον δεν θέλει να κάμη κακόν εις κανένα. Τρίτον κάμνει καλόν, όσον ειμπορεί. — Αυτό; — Βέβαια. Έπειτα δεν λυπάται ποτέ τα χρήματα. Όχι μόνον δεν τα λυπάται, αλλά δεν τα εκτιμά ποσώς. Δεν τα βλέπει εμπροστά του ούτε ως λιθάρια. Τα καταπατεί ως χαλίκια.