United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μάθετε ότι είναι κατάμαυρο». Ο Τριστάνος γύρισε κατά τον τοίχο και είπε: «Δε μπορώ να κρατηθώ πεια άλλο στη ζωή». Είπε τρεις φορές: «Ιζόλδη, φίληΤην τέταρτη, παράδωσε την ψυχή. Τότε, σ' όλο το παλάτι έκλαψαν οι ιππότες, οι σύντροφοι του Τριστάνου. Τον εσήκωσαν από το κρεββάτι του, τον εξάπλωσαν σ' έναν πλούσιο τάπητα, και σκέπασαν το σώμα του μ' ένα σάβανο.

Μα στ' Αχιλέα ως πέρα πια σαν ήρθαν την καλύβα ολόρθια, πούχαν τ' αρχηγού φτιασμένα οι Μυρμιδόνες μ' ελάτου ξύλα πούσκισαν, κι' οχ τα λιβάδια χόρτο 450 κόβοντας σκέπασαν σκεπή πυκνόφυλλη από πάνου, και τούφτιασαν μεγάλη αβλή τριγύρω με παλούκια πυκνά, και κλιούσε μάνταλος την πόρτα του ελατένιος ένας και μοναχός, που τρεις νομάτοι τον σφαλνούσανκαι τρεις το κλείστρο το τρανό ξανάνοιγαν της πόρτας455 οι άλλοι, μα κι' αβοήθητος τον σφάλναε ο Αχιλέας· τότε ο καλόθελος θεός τον άνοιξε του γέρου, κι' έμπασε μέσα τ' αρχηγού τα ζηλεμένα δώρα.

Λάμπει ο ήλιος, κελαϊδούν της άνοιξης τ' αηδόνια, Κ' εκείνο μένει ασάλευτο, βουβό από τόσα χρόνια. Κάποια νεράιδα της ερμιάς και μάγισσα ωργισμένη Το καταράστηκε βαριά και μάρμαρο έχει γένει. Και το παλάτι ερήμαξε, το σκέπασαν τα δάση Κι' ως τόρα πόδι ανθρωπινό δεν έχει εκεί περάσει.

Βασίλεια στήθηκαν και γκρεμίστηκαν, πίστες άλλαξαν, αμέτρητα θεριά πέρασαν από τις βασιλικές σου τις θύρες, με χαλάσματα σε σκέπασαν και με κόκκαλα σέσπειραν, και συ ως τόσο τέτοιαν ώρα δέχεσαι την Αφροδίτη στην αγκαλιά σου, και γλυκοπαίζεις μαζί της μέσα στην ασημένια λάμψη του φεγγαριού σου. Τι παράξενος όμως Παράδεισος! Με τι αγγέλους, που θα τους αρνιόταν η μαύρη η Κόλαση!

Είπαν πως οι κολακείες των αυλικών του τονέ μέθησαν τέλος και τον κάμανε φαντασμένο. Κ' ίσως αυτό, μαζί με τις Ασιατικές του συνήθειες, τονέ χαλάρωσε κάπως στα τέλη του. Αλλιώς δεν ξηγούνται τα σφάλματά του τότες. Τα είδαμε τα σφάλματά του. Σύννεφα που σκέπασαν τον ήλιο απάνω στο γύρμα του.

Έπειτα σε χρυσό σταμνί τα παίρνουν και τα βάζουν 795 που μ' άλικα το σκέπασαν σκουτιά απαλοφασμένα· τότες σε λάκκο βαθουλό τα χώνουν, κι' από πάνου χοντρά λιθάρια 'να σωρό σωριάζουν χέρι χέρι.

Εσύ είσαι δέντρο που φυσικό του είναι στη σαπίλλα να φυτρώνη και να θεριεύη. Άμα το μυρίστηκες πως μας έπιασε η σαπίλλα, ήρθες και ριζοβόλησες μέσα μας. Στόνειρό σου δεν τοβλεπες τέτοιο μεγάλο καλό, τόσον πλούτο, τόση θροφή. Ξαπλώθηκαν, ξαπλώθηκαν τα βαθοΐσκια κλωνιά σου, ώσπου τη σκέπασαν όλη τη Ρωμιοσύνη. Είναι αλήθεια πως έπεσ' έν' αξίνι από το δυτικό σου πλευρό, και σου κομμάτιασ' ένα κλαδί.