United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τον βράχον του επάνω, τον υψηλόν, όπου υπήρχον τα σπιτάκια του χωριού μου, του Κάστρου μου, τα εύμορφα μικρά σπιτάκια, μόνον χαλάσματα έμειναν, και από της τόσαις εκκλησίτσαις του, μία μόνον απέμεινεν, ο Χριστός μόνον, ο κάτασπρος Χριστός, οπού μακρόθεν ξεχωρίζει ασπροβολών, πρωί- πρωί, εις του ηλίου το ακτινοβόλημα.

Από τινας ασυναρτήτους ομιλίας του υπέκλεψεν η κυρά-Μιχάλαινα μίαν πειστικήν υποψία και διελογίζετο ότι, αν επωλείτο το σεσαθρωμένον εκείνο οικοδόμημα, ίνα κρημνισθή και ανακτισθή με την νέαν αρχιτεκτονικήν, ίσως ο κυρ-Μιχάλης να επανεύρισκεν αλλαχού την πρώτην του φιλεργίαν, και ίσως μέσα εις τα χαλάσματα εκείνα να εθάπτοντο και οι χρησμοί του Καπετάνιου, και να ησύχαζε κ' εκείνος από τας τόσον διεγερτικάς του φαντασίας.

Οι σπαθισμένες κολλώνες του, έλεγες πως στήριζαν τον ουρανό. — Δε σου φαίνεται πως και τα δυο βγήκαν απ' τον ίδιον τεχνίτη ; ρώτησε η κόρη το Δημητράκη, δείχνοντας τα χαλάσματα και το παλάτι της Πεντάμορφης. — Ναι· μοιάζουνε σαν πατέρας με παιδί, είπε κυττάζοντάς τα στοχαστικά. Αχ, πώς ήθελα να σκότωνα τον πατέρα! πρόσθεσε άξαφνα. Να μπορούσα να τον σκότωνα!

Και το γοργό τρεχαντήρι μ' ένα τρέμουλο σπασμωδικό, σαν να ήταν ίδιο το σφαχτάρι εστάθηκεν άξαφνα μαρμαρωμένο, ακίνητο. Ούτε κύμα το δέρνει, ούτε άνεμος πλέον. Λιμανάκι ολοστρόγγυλο με καταπράσινες πλαγιές, με σπιτάκια πασίχαρα στο βάθος, με κάστρου χαλάσματα ζερβόδεξα ανοίγει τόρα φιλόξενο εμπρός στο θαλασσόδαρτο ξύλο.

Και τον ξεχωρισμό τούτο φανερώνει και το χαριτωμένο τραγούδι, που γεννήθηκ' εκεί σε παλιά χρόνια κι ακόμα ζη αθάνατο κι άγγιχτο από στόμα σε στόμα: Στα Γιάννινα είν' η ώμορφες, στην Άρτα η μαυρομμάτες Και στην καϋμένη Πρέβεζα κοντούλες και γιομάτες. Όλες αυτές η ηπειρωτικές μορφές είχαν συμμαζωχθή την ημέρα κείνη απάνου στα πλατιά της Καστρίτσας χαλάσματα.

Σκόνταφτε στις ηφαιστειακές πέτρες, σκόρπιες εδώ κι εκεί, και του φαινόταν πως ο σεισμός που ανέφερε η παράδοση έγινε εκείνο το πρωί. Γυρόφερνε ανάμεσα στα χαλάσματα και είχε την εντύπωση ότι χρέος του ήταν να σκάψει, να βγάλει τα πτώματα κάτω από τα ερείπια, τους θησαυρούς του υπεδάφους, αλλά να μην μπορεί, έτσι μόνος που ήταν, τόσο αδύναμος, τόσο αβέβαιος από το πού ν’ αρχίσει.

Να ξενυχτίσουμε 'ςτο χάνι δεν ειμπορούσαμε, γιατί τα πράμματα ήθελαν θροφή και 'ςτο χάνι θροφή δεν ήτον. — Απάνουτου μοναστηριού τα σιάδια θα βγούμε νάβρουμε βοσκή, λέει ο Πολιάνος. Βγήκαμε και 'ςτου μοναστηριού τα σιάδια με το σουρούπωμα. Εδώ μας εύρηκε κ' η νύχτα. Κονέψαμε. Στα κράκουρα κατάψηλα. Στην κορφή τ' ανήφορα. Είχαμε μπροστά τα Χαλάσματα.

Βασίλεια στήθηκαν και γκρεμίστηκαν, πίστες άλλαξαν, αμέτρητα θεριά πέρασαν από τις βασιλικές σου τις θύρες, με χαλάσματα σε σκέπασαν και με κόκκαλα σέσπειραν, και συ ως τόσο τέτοιαν ώρα δέχεσαι την Αφροδίτη στην αγκαλιά σου, και γλυκοπαίζεις μαζί της μέσα στην ασημένια λάμψη του φεγγαριού σου. Τι παράξενος όμως Παράδεισος! Με τι αγγέλους, που θα τους αρνιόταν η μαύρη η Κόλαση!

Μόνον, κατά σπάνια διαλείμματα ηκούοντο κάπου δειλοί ψίθυροι κ' εφαίνοντο σκιαί ολισθαίνουσαι ανά τα χαλάσματα, προς τον φωτεινόν ναΐσκον του αγίου Σπυρίδωνος. Ήσαν αι γυναίκες, αι αδελφαί κ' αι κόραι κ' αι μητέρες των πολιορκουμένων, αίτινες επήγαινον με δάκρυα πύρινα και στηθοκτυπήματα, ν' αναθέσουν εις τον πολιούχον άγιον τας πολυτίμους ζωάς των ανδρών της εξόδου.

Ήγουν, μαλλώματα μεταξύ γονέων και παιδιών, θάνατοι, πείνα, διαλύσεις παλατιών, φιλιών, διχόνοιαι εις το κράτος, φοβέραι και κατάραι εναντίον βασιλέων και αρχόντων, δυσπιστίαι χωρίς λόγον, εξορίαι φίλων, διασπορά στρατευμάτων, χαλάσματα γάμων, και δεν ηξεύρω τι ακόμη! ΕΔΓΑΡ Από πότε έπεσες εις την σπουδήν της αστρολογίας; ΕΔΜ. Έλα, έλα! Από πότε έχεις να ιδής τον πατέρα μου;