Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Να ξενυχτίσουμε 'ςτό χάνι δεν ειμπορούσαμε, γιατί τα πράμματα ήθελαν θροφή και 'ςτό χάνι θροφή δεν ήτον. — Απάνουτου μοναστηριού τα σιάδια θα βγούνε νάβρουμε βοσκή, λέει ο Πολιάνος. Βγήκαμε και 'ςτού μοναστηριού τα σιάδια με το σουρούπωμα. Εδώ μας εύρηκε κ' η νύχτα. Κονέψαμε. Στα κράκουρα κατάψηλα. Στην κορφή τ' ανήφορα. Είχαμε μπροστά τα Χαλάσματα.

Ο Αρβανίτης ο Γιάννης, σαν τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια, του λέει : — Ωρέ, να μη λάθεψε και σ' έπιακε με κάναν τράγο η μάνα σου στη στάνη; Ο πιστικός εγέλασε πάλι βλακίστικα χωρίς να ειπή λόγο. — Είνε μεγάλο το χωριό σου, ωρέ; Του κάνει πάλι ο Αρβανίτης. — Κασαμπάς, σαν τα Γιάννινα. — Όχι δα, λάθεψες, σαν την Πόλη ήθελες να πης, του λέει γελώντας ο Πολιάνος.

Ύστερα ο Χίτας ο Πολιάνος πήγε να φέρη κρυόνερο με το βουτσέλι από μια βρύση κρυφή τον ανήφορο, χωμένη μέσα 'ςτά σχοίνα, που μοναχά οι αγωγιάτες κ' οι πιστικοί την ηξέρουν. Ο Γιάννης ο Αρβανίτης κατέβηκε 'ςτήν ποταμιά για να κλέψη σταφύλια από τα λιγοστά αφύλαγ' αμπέλια των Παλιοχωρίτων. Γήραμε να πάρουμε και λίγον ύπνο.

Σαν αποφόρτωσαν και ξεκινήσαμε γνοιάστηκε ο Πολιάνος τα σύγνεφα κ' είπε : — Βροχή θα μας πάρη. — Σύγνεφο είνε και θα διαβή, απολογήθηκε ο Αρβανίτης. — Γκέσ' γκέσ'! ρούσ' ρούσ'! Φώναξε ο Γκιτρίμης 'ςτες δυο μούλες, τη γκέσα και τη ρούσα, πούχαμ' εγώ κι ο ξάδερφός μου κι οπού τραβούσαν μπροστά.

Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε 'ςτά πετρώματα κ' έπεφτε σα χεριά πύρινη 'ςτά κουρασμένα μάτια μας. Ξεφόρτωναν 'ςτόν ίσκιο οι αγωγιάτες. Τέσσερες αγωγιάτες, ψηλοί βλάχοι, με τες άσπρες μάλλινες φορεσιές, με ξουρισμένους τους σβέρκους και τους τσαμπάδες κοντούς αρβανίτικους. Ο Χίτας ο Πολιάνος, ο Γιάννης ο Αρβανίτης, ο Γάκης ο Γκιτρίμης κι ο Ντούλας ο Μπαρμπούτας.

Να ξενυχτίσουμε 'ςτο χάνι δεν ειμπορούσαμε, γιατί τα πράμματα ήθελαν θροφή και 'ςτο χάνι θροφή δεν ήτον. — Απάνουτου μοναστηριού τα σιάδια θα βγούμε νάβρουμε βοσκή, λέει ο Πολιάνος. Βγήκαμε και 'ςτου μοναστηριού τα σιάδια με το σουρούπωμα. Εδώ μας εύρηκε κ' η νύχτα. Κονέψαμε. Στα κράκουρα κατάψηλα. Στην κορφή τ' ανήφορα. Είχαμε μπροστά τα Χαλάσματα.

Ο Πολιάνος πήγε να βρη τη χαμένη μούλα του, που καβαλίκευε ο ξάδερφός μου, ο Γκιτρίμης πήρε τον ανήφορο να ξεθάψη από την αρίνα την καβάλα μου, ο Μπαρμπούτας ετσόλιαζε τα φορτωμένα πράμματα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σκαρφάλωσε από χαρακιά σε χαρακιά του τοίχου με τα ζόρκα ποδάρια του 'ςτό παραθύρι του χανιού, τάνοιξε μ' ένα γερό γρόθο, πήδησε μέσα και μας άνοιξε από μέσα την πόρτα.

Ο Πολιάνος πήγε να βρη τη χαμένη μούλα του, που καβαλίκευε ο ξάδερφός μου, ο Γκιτρίμης πήρε τον ανήφορο να ξεθάψη από την αρίνα την καβάλα μου, ο Μπαρμπούτας ετσόλιαζε τα φορτωμένα τα πράμματα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σκαρφάλωσε από χαρακιά σε χαρακιά του τοίχου με τα ποδάρια του 'ςτο παραθύρι του χανιού, τάνοιξε μ' ένα γερό γρόθο, πήδησε μέσα και μας άνοιξε από μέσα την πόρτα.

Σαν αποφόρτωσαν και ξεκινήσαμε γνοιάστηκε ο Πολιάνος τα σύγνεφα κ' είπε: — Βροχή θα μας πάρη. — Σύγνεφο είνε και θα διαβή, απολογήθηκε ο Αρβανίτης. — Γκέσ' γκέσ'! ρούσ' ρούσ'! Φώναξε ο Γκιτρίμης 'στές δυο μούλες, τη γκέσα και τη ρούσα, πούχαμ' εγώ κι ο ξάδερφός μου κι οπού τραβούσαν μπροστά.

Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε 'ςτα πετρώματα κ' έπεφτε σα χεριά πύρινη 'ςτα κουρασμένα μάτια μας. Ξεφόρτωσαν 'ςτον ίσκιο οι αγωγιάτες. Τέσσερες αγωγιάτες, ψηλοί βλάχοι, με τες άσπρες μάλλινες φορεσιές, με ξουρισμένους τους σβέρκους και τους τσαμπάδες κοντούς αρβανίτικους. Ο Χίτας ο Πολιάνος, ο Γιάννης ο Αρβανίτης, ο Γάκης ο Γκιτρίμης κι ο Ντούλας ο Μπαρμπούτας.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν