Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
— Μήνα οι βράχοι εκεί είν' μεγάλοι κι οι γκρεμοί ψηλοί μην είνε; Σκοταδιάζει, βγήκαν τάστρα. 'Σ το καλύβι λάμπ' η πύρα. Τα βοσκόπουλο καθίζουν ολοτρόυρ' απ' τον ξένο, Κι' αρχινάη να διηγάται το τρανό: — 'Σ τα παλιά χρόνια, Κάποιος Βασιλιάς του τόπου μια μονάχη κόρην είχε. Κόρη αγνή σαν τη δροσούλα κι' ώμορφη σαν την αυγή. Δυο λεβέντες αντρειωμένους λάβωσεν η ωμορφιά της.
Πώς τον έκανες τον όγκο; … Πες μου, θα σου δώσω άλλα εννέα ρεάλια: έτσι θα κάνω κι εγώ για να μην πάω στο στρατό.» «Πρόσεχε γιατί έρχονται οι καραμπινιέροι.» «Πάψτε. Δεν τρέχει τίποτε.» Ο κόσμος μέριασε για να περάσουν οι καραμπινιέροι: ψηλοί, με κόκκινο και γαλάζιο λοφίο να ανεμίζει σαν φανταστικό πουλί, στάθηκαν επάνω από τους δυο ζητιάνους που βρίσκονταν κουβαριασμένοι καταγής.
Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε 'ςτά πετρώματα κ' έπεφτε σα χεριά πύρινη 'ςτά κουρασμένα μάτια μας. Ξεφόρτωναν 'ςτόν ίσκιο οι αγωγιάτες. Τέσσερες αγωγιάτες, ψηλοί βλάχοι, με τες άσπρες μάλλινες φορεσιές, με ξουρισμένους τους σβέρκους και τους τσαμπάδες κοντούς αρβανίτικους. Ο Χίτας ο Πολιάνος, ο Γιάννης ο Αρβανίτης, ο Γάκης ο Γκιτρίμης κι ο Ντούλας ο Μπαρμπούτας.
Ψηλοί όμως τοίχοι, καπνισμένοι, με κόκκινες κηλίδες από χαλκό, με έναν πάγκο στο βάθος, περιέβαλαν πάντα τον ορίζοντα. Δεν μπορούσε κανείς να περάσει από την άλλη μεριά, εκείνος όμως ήταν ανάγκη να περάσει από την άλλη, για να ελευθερωθεί από το βάρος του, για να γιατρευτεί από τον πόνο του. Δυο φορές η Νοέμι τον βρήκε όρθιο, να προσπαθεί να βγει έξω από την αυλή. Πήραν το κλειδί από την εξώπορτα.
Έρχονταν καβάλα στα άλογα, αγέρωχοι και μελαχρινοί οι άντρες, ζωσμένοι με τα μακριά τους μαχαίρια σε δερμάτινες στολισμένες θήκες∙ οι νέοι ψηλοί, με τα δόντια και το ασπράδι των ματιών τους που έλαμπαν, ευκίνητοι σαν βεδουίνοι∙ τα κορίτσια ευλύγιστα και ευχάριστα όπως οι βιβλικές μορφές που ανέφερε ο τυφλός.
Ο Λαλεμήτρος, κοντός, παχύς, ξουραφισμένος· μέσα 'ς της μαύραις τσόχαις και σ' τάσπρα ποκάμισα, με την χρυσή καδένα, επήδησεν αμέσως κάτω· άνοιξε την πόρτα της καρρότσας κ' εβγήκαν τέσσερες εγγλέζοι, 'ψηλοί ως απάνω, με κάτι σαν ζεμπίλια 'ς τα κεφάλια τους, με γυαλιά 'ς τα μάτια, με τα τετραβάγγελα 'ς τα χέρια.
Τότες που οι εγγλέζοι προχωρούσανε, ψηλοί σαν κατάρτια, κυττάζοντας όλοι επάνω, προς τα κεραμίδια, και όλο ένα λέγοντας ένας τον άλλον «με τσ' γειαις, με τσ' γειαίς», τότε επλησίασα τον Λαλεμήτρον, που έμεινε παραπίσω, ακίνητος — κολώνα, και του λέγω: — Τι χαμπάρια, πατριώτη; Κ' ηθέλησα να πιάσω τα χέρι του, σαν πατριώταις που είμαστε.
Όμως πάρα πολύ ψηλοί οι βράχοι εκεί υψωνόταν, Το ρέμμα του Ασπροπόταμου ήτον πολύ βαθύ, Κ' ούτε θεμέλιο μπόρειε εκεί ποτέ να στεριωθή, Ό,τ' έχτιζαν ολημερής την νύχτα εκρεμνιζόταν, Θλίβετ' ο νιος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν