United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξύπναγε η πετροπέρδικα στα τουφωτά κοντοπρίναρα που κοιμώταν, έλουε τον ώμορφο λαιμό και τα καμαρωτά στήθια της στα κρυσταλλόνερα μέσα κι ανέβαινε στην κορφή του γκρεμού κι άρχιζε τον ολόγλυκο κελαϊδισμό της. Η πέρδικα ξύπναγε το βοσκόπουλο στη μάντρα του και το βοσκόπουλο το καλό με τη γλυκειά του φλογέρα ξύπναγεν όλη την πλάση.

Και δε δύνονταν να μας δροσερέψουν ούτε η πρασινάδα του αριού λόγγου που διαβαίναμε, ούτε της ρεμματιάς το τρεχάμενο λιγοστό νερό. Μαραμένες από το λιοπύρι και ξεδροσισμένες εκρέμονταν από τα πουρνάρια η αγράμπελες, παρόμοιες με την κόρη του Θεόκριτου ύστερ' από το κρυφό πλάγιασμά της με το ερωτεμένο το βοσκόπουλο.

Τα πλοία, οι βράχοι, η λαγκαδιαίς, βουνά μαζύ και κάμποι Με χόρτα να στολίζωνται και μ' ώμορφα λουλούδια, Και το ξανθό βοσκόπουλο γλυκά να λέη τραγούδια· Γλυκά κ' η πέρδικες λαλούν, και πλειο γλυκά τ' αηδόνια, Κι' απ' τα μακρυά τους χειμαδιά, γυρνούν τα χελιδόνια.

Και δε δύνονταν να μας δροσερέψουν ούτε η πρασινάδα του αριού λόγγου που διαβαίναμε, ούτε της ρεμματιάς το τρεχάμενο λιγοστό νερό. Μαραμένες από το λιοπύρι και ξεδροσισμένες εκρέμονταν από τα πουρνάρια η αγράμπελες, παρόμοιες με την κόρη του Θεόκριτου ύστερ' από το κρυφό πλάγιασμά της με το ερωτεμένο το βοσκόπουλο.

Γκόλφι την είχε το χωριό κι' ο Όλυμπος τραγούδι, Τα μάτια τα γραμμένα της και το τρανό όνομά της Σκάζει τους νιους τους δύστυχους, πλαντάζει τες κοπέλλες, Κ' ένα φτωχό βοσκόπουλο κι' ώμορφο κι' αντρειωμένο, Απ' άλλο, μακρυνό χωριό, το μπλέξανεαγάπη.

Μήνα οι βράχοι εκεί είν' μεγάλοι κι οι γκρεμοί ψηλοί μην είνε; Σκοταδιάζει, βγήκαν τάστρα. 'Σ το καλύβι λάμπ' η πύρα. Τα βοσκόπουλο καθίζουν ολοτρόυρ' απ' τον ξένο, Κι' αρχινάη να διηγάται το τρανό: — 'Σ τα παλιά χρόνια, Κάποιος Βασιλιάς του τόπου μια μονάχη κόρην είχε. Κόρη αγνή σαν τη δροσούλα κι' ώμορφη σαν την αυγή. Δυο λεβέντες αντρειωμένους λάβωσεν η ωμορφιά της.

Δεν την εδέχθη ο Αρχος, Και το φτωχό βοσκόπουλο το σκάει, το φοβερίζει, — Εγώ είμαι ένα βοσκόπουλο, θρεμμένο μέσ' 'ς τα ορμάνια, Και δεν με σκάζουν, άρχοντα, άργητες και φοβέρες, Εμένα αγάπη μοναχά βαριά με βαλαντώνει, Το βιο σου δεν σου γύρεψα, εγώ την Δέσπω θέλω, Χίλια θα κάμω βολετά και θε να σου την πάρω.