Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Τραγουδούσαν οι άλλοι άντρες, φώναζαν, γελούσαν, έρριχναν πιστολιές από καβάλα στα δέντρα που διαβαίναμε' χωράτευαν με τους διαβάτες που συναπαντούσαμε, έσκιαζαν με ρεκασμούς τα γίδια που βρίσκαμε να βόσκουν κατάστρατα σκαρφαλωμένα, στ' αγριοπρίναρα, ξάφνιζαν με χουγιακτά τον πιστικό που στον όχτο παράμερα βαρούσε την τζαμάρα του. Εγώ αναίσθητος, ξένος και παντάξενος σ' όλ' αυτά.

Με θρήνους το κατάστενο διαβαίναμε οι θλιμμένοι• εδώθ' η Σκύλλα, και άντικρυς η Χάρυβδις η θεία 235 είχε τα πικρά κύματα φρικτά ξαναρουφήσει• και ότε τα εξέρνα, ως με πολλήν φωτιά βράζει κακκάβι, γουργούριζ' όλη ανάκατη, κ' η άχνη της πετιόνταν ανάεραταις κορυφαίς του ενός και του άλλου βράχου. και ότε τα πικρά κύματα ξαναρουφούσε, πάλιν 240 ανάκατη όλη εφαίνονταντα βάθη, κ' εβροντούσε ο βράχος όλος φοβερά, και η γη κάτω εφαινόνταν μαύρητον άμμο• κ' έπαιρνεν αυτούς αχνή τρομάρα. κ' ενώ κυττάζαμεν αυτήν με φόβο του θανάτου, μ' άρπαξ' η Σκύλλ' απ' το βαθύ καράβι έξι συντρόφους, 245 οπούτην δύναμι πολύ και 'ς τ' άρματα επρωτεύαν. και όπως το πλοίο γύρισα να ιδώ και τους συντρόφους, επάνω μ' ήδη νόησα τα πόδια και τα χέρια εκείνων, απ' ανάερα σηκόνονταν, κ' εμένα καλούσαν, ύστερη φορά, κατ' όνομα οι θλιμμένοι. 250 και απ' άκρη βράχου ως ο ψαράς μ' ένα μακρύ καλάμι, 'ς τα μικρά ψάρια δόλωμα προσφέροντας, βυθίζει το ταύρινο το κέρατο, και άμα το ψάρι πιάση ευθύς το ρίχν' εις την ξηρά, κ' εκείνο λακταρίζει• όμοι και αυτοί λαχτάριζαντα βράχη αναιβασμένοι, 255 κ' εκεί, 'που αυτή τους έτρωγετην θύραν, εφωνάζαν, προς με τα χέρια απλώνοντας, 'ς του χάρου την οδύνη. άλλο, 'σαν κείνο, ελεεινό τα μάτια μου δεν είδαν, 'ς όσά 'παθα της θάλασσας τους δρόμους ερευνώντας.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 330 «Και πρώτα ιδέ το λάβωμα συ με τους οφθαλμούς σου, 'που μώκαμετον Παρνασό με λευκό δόντι χοίρος, και συ, πατέρα, μ' έστειλες κ' η σεβαστή μητέρα εις τον Αυτόλυκον, καλόν πατέρα της μητρός μου, να λάβω τα χαρίσματα, 'που μου 'χε τάξει ότ' ήλθε. 335 τώρα τα δένδρα θα σου ειπώ μες το καλό κηπάρι, όσ' άλλοτε μου χάρισες κ' εγώ σου τα ζητούσα, μικρό παιδί κατόπι σουτον κήπο· κ' ένα ένα, ανάμεσα ως διαβαίναμε, τα ονόματά τους είπες. τότε απιδιαίς δέκα και τρεις, δέκα μηλιαίς ακόμη, 340 συκαίς σαράντα μου 'δωκες· και, χάρισμά μου πάλι, πεντήκοντα μου ωνόμασες αράδαις, πολυτρύγων κλημάτων, και παντοειδή σταφύλια φέρουν όλαις, αν ζωογόναις άνωθε ταις ώραις στείλη ο Δίας».

Και δε δύνονταν να μας δροσερέψουν ούτε η πρασινάδα του αριού λόγγου που διαβαίναμε, ούτε της ρεμματιάς το τρεχάμενο λιγοστό νερό. Μαραμένες από το λιοπύρι και ξεδροσισμένες εκρέμονταν από τα πουρνάρια η αγράμπελες, παρόμοιες με την κόρη του Θεόκριτου ύστερ' από το κρυφό πλάγιασμά της με το ερωτεμένο το βοσκόπουλο.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν