Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Ότε δε έγινε συνέλευσις, εζήτησαν να ομιλήσουν, αλλ' οι στρατιώται ηρνούντο να τους ακούσουν και εφώναζαν ότι έπρεπε να φονεύσουν εκείνους, οι οποίοι κατέλυαν την δημοκρατίαν. Επί τέλους μόλις και μετά βίας ησύχασαν και συγκατετέθησαν να τους ακούσουν.
Οι παρόντες ηγανάκτησαν, ως εάν αυτοί εκτυπήθησαν, και εφώναζαν να υπάγουν εις τον ανθύπατον, ο δε Δημώναξ, όχι, είπεν, εις τον ανθύπατον, αλλ' εις τον ιατρόν.
Ο Καψάλης και ο άλλος του μπάρκου με την τρίχα σηκωμένη, τα μάτια κατακόκκινα, σκαρφαλωμένοι στα παραπέτα άφριζαν δαγκάνοντας ξύλα και σχοινιά και αλυχτούσαν, νομίζεις πως έβριζεν ο ένας «τσοπάνο!» και του απαντούσεν ο άλλος «παπλωματά!» Έβριζαν οι καπετάνοι, εφώναζαν οι ναύτες, αλυχτούσαν τα σκυλιά, η θάλασσα ερέκαζε, τα καράβια ανεβοκατέβαιναν κ' ετριζοκοπούσαν αχώριστα, σαν δύο θηρία που αρπαγμένα στόμα με στόμα πάσχουν να γονατίση το ένα τάλλο· και ο άνεμος εβογγούσε στα σχοινιά!
Έκαμαν λοιπόν από μίαν παλαιάν εφημερίδα έν μικρόν πλοιάριον, και έστησαν εις την μέσην τον στρατιώτην, και τον έβαλαν εις το αυλάκι. Αι! πως έτρεχε το νερόν, και πως εκατρακυλούσε· διότι είχε βρέξει πολύ. Έτρεχε και το πλοιάριον με τον στρατιώτην, τα δε παιδία εφώναζαν και εχαίροντο και επηδούσαν.
Τους έδενε πάλι καλά μες το προάβλιο, μπρος στα μάτια, των άλλων καταδίκων, που ελύσσαγαν και εβλαστήμαγαν και εφώναζαν μες από τους σιδερόφραχτους φεγγίτες να τον πνίξουν το φοβερό το μπόγια τους· τους πισταγκώνιαζε καλά. — Να ουρέ, για τις αναφουρές σας! Να ουρέ και για τους υπουργούς σας! τους έδερνε, τους επελέκαγε μόνος του ο φοβερός Αρβανίτης. Να χύση τη χολή του· έτσι να ξεθυμάνη.
Εσαστίζανε λοιπόν κ' ετρέχανε να πάρουν τάρματα κ' εφώναζαν τους αθώρητους εχτρούς· ως που παρακαλούσανε πάλι νάρθη η νύχτα για να βρούνε ησυχία σ' αυτή.
Δεν επέτρεπον όμως να δρέπωμεν τους καρπούς και αν επεχειρούμεν να κόψωμεν σταφύλια, ησθάνοντο πόνον κ' εφώναζαν.
Εκείνες που το έλεγαν αυτό, η μία με την άλλη, είχαν έρθει, τώρα κοντά, εκεί, στο μέρος που ήτον το γλέντι το νυχτερινό, κ' εφώναζαν άλλες να της ακολουθήσουν... Κ' έφευγαν όλαις μαζύ, η μία κατόπι της άλλης, κι' άδειασε πολύς τόπος. Γυναίκες πάρα-πολλές, και καμπόσοι άνδρες και παιδιά, μονοκοπανιά έφυγαν από 'κεί που ήμουν, κι' άρχισαν να τρέχουν τον ανήφορο.
Πολλοί αντέστησαν εις τα την δημοκρατίαν αφορώντα, και το καθ' εαυτούς, οι εχθροί του Αλκιβιάδου εφώναζαν ότι θα έπρατταν έγκλημα, εάν επέτρεπαν εις αυτόν να επιστρέψη εις την πατρίδα του, της οποίας παρεβίασε τους νόμους. Οι Ευμολπίδαι και οι Κήρυκες διεμαρτύροντο επίσης εναντίον της ανακλήσεώς του, προφασιζόμενοι τα μυστήρια, αιτίαν της εξορίας του, και καταρώμενοι αυτόν.
Αλλά την εσπέραν, μετά τα κολυμπίδια, δείπνον παρετέθη εις την οικίαν. Η μαμμή εμάζωξε μετά προσοχής όλα τα αργυρά κέρματα, ημιτάλληρα και σβάντζικα και δραχμάς, τα εκομβόδεσεν εις το μανδήλιόν της, ενώ οι παρεστώτες εφώναζαν γύρωθεν: «Να ζήση! σιδεροκέφαλος! » και επηύχοντο εις την μαμμή «καλή ψυχή».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν