United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας όψωνται, Θεέ μου, συχώρεσέ με! αναστέναξε.. Έσβυσε το λύχνο και τράβηξε να πλαγιάση. Περπατούσε στις μύτες των ποδαριών να μη ξυπνήση την παπαδιά. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Άξαφνα στάθηκε σαν αλαφιασμένος. — Τ' είνε πάλι τέτοια ώρα; Η πόρτα χτυπούσε δυνατά. Ένα ραβδί έδερνε την πόρτα, νταπ-ντουπ, ολοένα δυνατώτερα, ανυπόμονα. — Ανοίξτε, λέω. Ανοίξτε. Θέλω τον παπά! νταπ! ντουπ!

Εγώ τα επείραξα; Και τι είχα εγώ να κάμω με αυτά; Όχι μόνον δεν τα επείραξα, αλλ' ουδέ είπα εις τον αδελφόν μου να τα πειράξη, ενώ αν το έλεγα, τότε δεν θα είχα ανάγκην να σας παρακαλέσω διά τίποτε. Αλλά θέλω με το καλόν. — Δεν εκατάλαβα τι είπες, είπεν η αγρότις. — Είπα ότι, αν το έλεγα του Μάχτου τι τρέχει, ο Μάχτος δεν χωρατεύει, και θα τα έδερνε.

Η δε έξαψις καθώς και η εκτράχυνσις είναι φυσικώτεραι από τας επιθυμίας της υπερβολής και τας μη αναγκαίας, καθώς εκείνος που εδικαιολογείτο όταν έδερνε τον πατέρα του λέγων: «και αυτός έδερνε τον ιδικόν του και εκείνος τον παραπάνω». Και αφού έδειξε το παιδίον του είπε : «και αυτός θα δείρη εμέ όταν μεγαλώση, διότι το έχει το αίμα μας». Επίσης ο συρόμενος από τον υιόν του τού έλεγε να σταματήση έως εις την θύραν, διότι και ο ίδιος έως εκεί έσυρε άλλοτε τον πατέρα του.

Ο Πορτάρης του Κάστρου ο γείτονάς της, πολλαίς φοραίς το εγλύτωσεν από πνίξιμον. — Πάλε στον γιαλό; πάλε στον γιαλό; Τον έδερνε τον Μανώλην η μητέρα του. Τον έβαλε κατόπιν εις το σχολείον, να μάθη δυο γράμματα.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν η λυγερή Χρυσάιδω, Πανώρια κόρη προεστού, μοναχοθυγατέρα, Οπού δεν είχε ταίρι της σ’ Ανατολή και Δύση Στην ωμορφιά και στην τιμή και στο γλυκό τραγούδι, Κι’ απάνω στα κεντήματα, και στα ξομπλιάσματά της Γλυκό τραγούδιν έδερνε, τραγούδι της αγάπης Με μια φωνή χαρμόσυνη, σαν απ’ αγγέλου στόμα.

Την Κυριακή μετά το Πάσχα πήγε σε μια μικρή αγροτική γιορτή στο ξωκλήσι της Βαλβέρντε. Ήταν ένα κρύο απόγευμα και στην κοιλάδα του Ιζάλε φαινόταν να κυριαρχεί ακόμη ο χειμώνας αφού την έδερνε ο βοριάς και το Μόντε Άλμπο κάτω, στο βάθος, ανάμεσα στα σύννεφα έμοιαζε με καράβι που είχε εξοκείλει σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Από στιγμή σε στιγμή ερχόταν το κύμα και μου έδερνε το πρόσωπο· μ' έλουζε από τα νύχια ως την κορφή. Και όμως δεν είχα δύναμι να σηκωθώ. Άρχισε να με κυριεύη αποκαρωμάρα κ' ενώ ήμουν ακόμη ζωντανός ενόμιζα πως ήμουν κουφάρι, πως μ' εκυλούσαν αλαφρόν σαν πούπουλο τα κύματα.

Είταν τόση ξαστεριά, πόλεες άνοιξη, πως ξαναγύρισε το καλοκαιράκι. Του λόγου της από κει γύρεψε ένα σεργάνι στη λίμνη. Γυναίκα, βλέπεις, ούλο στο κακό. Εμένα έδερνε το μάτι μου... — Σάματ' τόξερα κ’ εγώ η κακομοίρα, αποκρίθηκε, πειραγμένη η γυναίκα του, και χαμογελώντας. — Θεός να σε φυλάη από γυναίκα.

Άλλος δεν ήτανε γύρω απ' τον άρρωστο παρά οι δυο τους και η Εληά, η σκύλα του, κουλουριασμένη στα πόδια του κρεββατιού, κρατώντας κι' αυτή την ανάσσα της, μέσα στη θλιβερή σιγαλιά, σαν να καταλάβαινε το μεγάλο κακό, πούχε πλακώσει το σπίτι. Ο Γιώργης εβάρυνε... Τρία μερόνυχτα τον έδερνε η θέρμη, το πλάκωμα, η στενοχώρια. Ο γιατρός ερχότανε κ' έφευγε κουνώντας το κεφάλι του.

Το Τελώνιον με θυμόν της λέγει· ψεύδεσαι, τίνος είνε το τσεκούρι και τα παπούτσια εκείνα; Λέγει η βασιλοπούλα· εγώ ούτε τα είδα, ούτε ηξεύρω τίνος είνε· ίσως με την ορμήν που ήλθες τα έφερες μαζί σου, χωρίς να καταλάβης. Μετά ταύτα δεν ήκουσα άλλο, παρά κλαυθμούς και οδυρμούς της βασιλοπούλας που αλύπητα την έδερνε, και ευθύς έφυγα μακράν απ' εκεί.