Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Αλλ' ανυπόμονος, νευρικός, αναμένος όλος, αφού εβημάτιζε λίγο στο κατάστρωμα εστεκόταν απότομα κάτω από το πινό και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος εσήκωνε το κεφάλι με φόβο και θράσος μαζί και της έλεγε: — Μωρή φεύγα! πήγαινε στο καλό· πήγαινε στην ευχή του Θεού και των γονέωνέ μου· άσε με να πάω στο δρόμο μου και μη με κολάζης... Φεύγα μωρή άτιμη, σκύλα, συχαμένη, βρωμιάρα!... Πήγαινε στο καλό, πήγαινε στο διάολο! ...
Τότε ο τεχνίτης απαντάει θεός απ' τ' αργαστήρι «Τι λες, καλέ; Θεά 'ναι αφτή που σέβουμαι λατρέβω, που μ' έσωσε όταν έπαθα — με το να πέσω αλάργα — 395 από λωλιά της μάννας μου, που η σκύλα να με κρύψει ζητούσε, τι είμουνα χωλός. Θα σβούσα τότε ο έρμος, η Θέτη αν δε με δέχουνταν στα βαθιά κι' η Βρυνόμη, κόρες κι' οι διο τους τ' Ωκιανού με το πλατύ το ρέμα.
Άλλος δεν ήτανε γύρω απ' τον άρρωστο παρά οι δυο τους και η Εληά, η σκύλα του, κουλουριασμένη στα πόδια του κρεββατιού, κρατώντας κι' αυτή την ανάσσα της, μέσα στη θλιβερή σιγαλιά, σαν να καταλάβαινε το μεγάλο κακό, πούχε πλακώσει το σπίτι. Ο Γιώργης εβάρυνε... Τρία μερόνυχτα τον έδερνε η θέρμη, το πλάκωμα, η στενοχώρια. Ο γιατρός ερχότανε κ' έφευγε κουνώντας το κεφάλι του.
Να· πάρε τον ιδικόν μου, και ζήτησε άλλον ένα από τας κόρας σου. ΛΗΡ Πρόσεχε, κύριε, να μη παίξη ξύλον. ΓΕΛΩΤ. Η αλήθεια είναι μία σκύλα και της πρέπει ν' αλυσοδένεται και να τρώγη ξύλον, ενώ τα χαδευμένο σου σκυλάκι βρωμολογά, ’ξαπλωμένο εμπρός εις την φωτιά. ΛΗΡ Αυτά τα λέγεις να με πειράξης! ΓΕΛΩΤ. Άκουσε να σου μάθω ένα γνωμικό. ΛΗΡ Λέγε.
Αυτό ήταν όλο που μου είπε, και μου έδωκε τα σημάδια, που εστείλαμε στην κόρη του Σουλτάνη, όταν την αρραβωνιάσθηκε. Τότε εκατάλαβα την αρρώστια του! Η σκύλα επανδρεύθηκε κ' επήρεν έναν άλλον. Από τον Θεό να τωύρη! Επήρε το κρίμα του παιδιού μου στον λαιμό της. Τον βλέπεις πώς έγινεν!
— Πατέρας λοιπόν αυτών δεν είναι ο σκύλος; — Βέβαια· τον είδα και με τα μάτια μου που ανέβαινε τη σκύλα μου. — Αυτός ο σκύλος δεν είναι δικός σου; — Μάλιστα. — Λοιπόν ο σκύλος αυτός που είναι πατέρας, είναι δικός σου, επομένως πατέρας δικός σου, και συ αδελφός των κουταβιών.
Να τη μάγισσα, να τη νεράιδα, την ψέφτρα, να τη σκύλα που μπαίνει. Και πριν ανοίξη το χείλι, την αρπάζω από το χέρι. Εδώ! Αμέσως εδώ! Πέσε χάμου και φίλησε πόδι. Παρακάλειε να μη σε σκοτώσω και φώναξε, φώναξε δυνατά, να σ' ακούσω, πως με γέλασες, πως το σιχαμένο σου το στόμα ψεφτιές ξερνά και μόνο ψεφτιές. Από πού έρχεσαι; Πού κυλιούσουν; Πατσαβούρα!
Σφουγγάρια καλά!» Απ' το Θεό να τωύρη, η σκύλα, μ' αφάνισε... Αλλά και το κάτω πάτωμα, η συνήθης κατοικία της οικογενείας, δεν έμενεν οπίσω εις την καθαριότητα και την επιμέλειαν εκ μέρους της οικοκυράς. Η εστία, οι τοίχοι, η οροφή, όλα έλαμπον.
Η ωχρά μορφή, οι ρεμβώδεις οφθαλμοί, το μελαγχολικόν εκείνο στοιχείον εν όλη αυτού τη υπάρξει, οι διαλείποντες πυρετοί, η αδιαλείπτως φθίνουσα υγεία του ώφειλον να με κάμουν να το μαντεύσω. — Λοιπόν ο Κιαμήλης αγαπά χωρίς ν' ανταγαπάται; — Και χωρίς ελπίδα ν' αγαπηθή ποτέ! εστέναξεν η μήτηρ αυτού. Διότι η σκύλα είναι πανδρεμένη πλέον. — Α! είπον, αυτό δεν μ' αρέσκει.
Και πάλε μ' ένα της χτύπο η καρδιά του τού γέννησε μια και μονάχη όρεξη, να χυμίξη ατός του, κι από το καρύδι δράχνοντάς την τη νύφη του τη Μιχάλαινα, να την πνίξη σαν όρνιθα, να γλυτώσουν από την ατιμία κι ο αδερφός του κι αυτός. Την αχάριστη τη σκύλα, τη δίγνωμη, τη διπρόσωπη, την κοκκινομαλλού. Ως και τα μαλλιά της από ξανθουλά τάβλεπε τώρα κόκκινα ο Δημήτρης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν