United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλα όμως που ο πόνος της γρηάς για το «φτωχικό» της ήταν μεγάλος και δεν «ήταν τσαρές» για να στρέξη να χτισθή καινούργιο ψηλό σπίτι απάνω του. — Σαν έχς σκοπό να το γκεμίσης, γιε μ', τούλεγεν η γρηά, γρέμσε με κ' εμένατο λάκκο μου μαζί του. Βάλε με να πλακωθώ κ' εγώ αποκάτ' από τη σκέπη του. Άσε με κάνεμ να κλείσω τα μάτια μ' εγώ, και τότες κάμε ό,τι θελς εσύ.

Έλα όμως που ο πόνος της γρηάς για το «φτωχικό» της ήταν μεγάλος και δεν «ήταν τσαρές» για να στρέξη να χτισθή καινούργιο ψηλό σπίτι απάνω του. — Σαν έχς σκοπό να το γκεμίσης, γιέ μ', τούλεγεν η γρηά, γκρέμσε με κ' εμένατο λάκκο μου μαζί του. Βάλε με να πλακωθώ κ' εγώ αποκάτ' από τη σκέπη του. Άσε με κάνεμ να κλείσω τα μάτια μ' εγώ, και τότες κάμε ό,τι θελς εσύ.

Μα εσύ, σκυλίτσα αδιάντροπη, θυμώδισσα, αν τολμήσεις με τα σωστά σου αγνάντια του κοντάρι να σηκώσειςΈτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πάλι. 425 Τότες γυρνάει την Αθηνά και συντυχαίνει η Ήρα «Ωχού μου, αμάλαγη θεά, τώρα άσε ας μη ζητάμε για αθρώπους να πιανόμαστε με των θεών τον πρώτο· άλλοι από δάφτους θεν ας ζουν, θεν άλλοι ας παν στον Άδη, έτσι όπιοι λάχουνε.

Και ο ντον Πρέντου πήγε να καθίσει κοντά στην αρραβωνιαστικιά του. «Πώς είναι η διάθεσή μας σήμερα;» «Σταμάτα, Πρέντου, μην τραβάς το πανί, με τρυπάει η βελόνα….» «Αυτό θέλω κι εγώ!» «Πρέντου άσε με∙ κάνεις σαν μικρό παιδί!» «Εσύ φταις που μου έκανες μάγια για να ξεμωραθώ…» «Πρέντου!

Μα ανησυχώ όμως, μάννα, μήπως ως τότες στο νεκρό κακόμυιγες χωθούνε περνώντας τις βαθιές πληγές, και μέσα εκεί σκουλήκια 25 γεννήσουν και το λείψανο μου βλάψουναχ ο μάβρος πάει πέθανεκαι το κορμί του το σαπίσουν όλοΤότε η λεφκόποδη θεά του λέει διο λόγια, η Θέτη «Παιδί μου, τέτοια συλλογήάσεμην έχει ο νους σου.

Ο απογευματινός αέρας κάνει κακό.» «Άσε με να ψοφήσω, Έφις! Άσε με! Τι ζέστη! Δεν ξαναείδα τέτοια ζέστη. Εκεί που ζούσα τουλάχιστον πηγαίναμε στη θάλασσα…

Μα γλήγορα άκου με· έρχουμαι με μήνημα απ' το Δία, που λέει, χολιάσανε οι θεοί, κι' αφτός πιο πρώτα απ' όλους σου τόχει αφτό παράπονο, που στα καράβια ακόμα 135 βαστάς τον Έχτορα άθαφτο και δεν τον δίνεις πίσω. Μον άσε πια, και του νεκρού την ξαγορά έλα, δέξου

Ω κυρία μου, φώναξε ο βαστάζος, «άσε με να μείνω λίγο ακόμα. Δεν είναι δίκαιο οι άλλοι να έχουν ακούσει την ιστορία μου και εγώ να μην ακούσω την δική τους», και χωρίς να περιμένει την άδεια, εκάθησε στην άκρη του σοφά όπου καθόντουσαν οι κυράδες, ενώ οι άλλοι εκάθησαν ανακούρκουδα στο χαλί, και οι σκλάβοι στάθηκαν ακουμπώντας τον τοίχο.

Τότε ο μεγάλος Έχτορας της απαντάει διο λόγια «Άσε με, Ελένη, αν μ' αγαπάς, τι δε μπορώ να μείνω. 360 Να τρέξω τώρα βιάζουμαι τους Τρώες να βοηθήσω, γιατί μετράνε τις στιγμές που λείπω από κοντά τους. Μον ξύπνα τον αφτόν, Λενιό, κι' ας κουνηθεί κι' ατός του, που μέσα ακόμα στο καστρί, πριν βγω, να με προφτάσει.

Μάζεψε το πανί, πήρε μέσα το φλόκο κ' έβαλε τα κουπιά στους σκαρμούς, Οι βιολιτζήδες τα γύρισαν κι' άρχισαν πάλι τα πειράγματα. — Έλα, γέροπατέρα, άσε τώρα τα κουπιά και παίξε μας κανένα σκοπό, να θυμηθής τα ντέρτια σου, ως που να βγάλη η στεριά! είπε το Βιολί.