Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Ο ήλιος μόνος γοργογυρίζει στον αιθέρα κυρίαρχος άτρομος και κάτω αρμενίζει το τρεχαντήρι του Βαλμά, της λύσσας και της φρίκης μοναχικό ανάμπαιγμα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, δεν το ψηφά το κύμα. Έχει πισαλειμμένο το σκαφίδι του· έχει σκαρμούς από πρινάρι, κατάρτια ελάτινα· πανιά και άρμενα γερά.

Αυτά 'πε, και άμ' εδιάλεξαν είκοσι παλληκάρια, κ' εκίνησαν προς το ταχύ καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι• και πρώτα απ' όλα ετράβηξαντην θάλασσα το πλοίον, 780 και μες το πλοίον έβαλαν κατάρτι και πανία, και τα κουπιά με τα λουριά προς τους σκαρμούς εδέσαν, με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα ολόλευκα πανία• και οι τολμηροί θεράποντες τα όπλα εκεί τους φέραν• και τ' άραξαν σιμάτην γη, ψηλά• κ' εκείνοι εβγήκαν, 785 και αυτού δειπνήσαν, και να 'λθή το εσπέρας περιμέναν.

Γιατί; γιατί και συ, Θανάση, δεν ακούγεσαι; Πού είνε η χρυσή Φωνή σου απόψε που συχνά τη λίμνη χαιρετούσε Κ' η λίμνη σε χαιρότουνε και σου χαμογελούσε; Γιατί 'σάν δίχως όρεξι καταμεσίς ξαπλώνεσαι Κ' ακουμπισμένοςτους σκαρμούς τα μάτια στηλωμένα Έχεις 'ψηλάτον ουρανό, 'σάν τ' άστρα ένα-ένα Ν' αναμετράς; Για το μικρό χωριό σου μη σε πόνεσε Μήνα για τον πατέρα σου τ' αδέρφια σου Θανάση; .. Ω μη! μη συκλετίζεσαι.

Μάζεψε το πανί, πήρε μέσα το φλόκο κ' έβαλε τα κουπιά στους σκαρμούς, Οι βιολιτζήδες τα γύρισαν κι' άρχισαν πάλι τα πειράγματα. — Έλα, γέροπατέρα, άσε τώρα τα κουπιά και παίξε μας κανένα σκοπό, να θυμηθής τα ντέρτια σου, ως που να βγάλη η στεριά! είπε το Βιολί.

Είπε και όλων εκίνησε σφοδρά την προθυμία• 15 κ' η αγοραίς εγέμισαν ευθύς και τα θρονία από το πλήθος• και πολλοί τον γόνον του Λαέρτη τον συνετόν εθαύμαζαν ότι με χάρι θεία τους ώμους και την κεφαλή του λάμπρυνεν η Αθήνη, και όλον τον εμεγάλυνετα μάτια των ανθρώπων, 20 ώστε εις όλους τους Φαίακαις αγαπητός να γείνη, και φοβερός και σεβαστός, και πράξη τους αγώναις, 'ς όσους κατόπ' οι Φαίακες αυτόν εδοκιμάσαν. — και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, 'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 25 «Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, να φανερώσω εγώεσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει•το δώμα μου ήλθεν άγνωστος, πλανώμενος ο ξένος τούτος, είτ' ήλθε απ' της αυγής τα μέρη ή από την δύσι• ζητεί προβόδισμ' απ' εμάς και στέρεος να 'ναι ο λόγος• 30 κ' εμείς ας προβοδήσουμεν αυτόν, ως τόσους άλλους• ότι κανείς εδώ ποτέ, 'ς τα σπίτια μου όποιος έλθη, κλαίοντας απροβόδητος πολύν καιρό δεν μένει. αλλάτην θείαν θάλασσαν ολόμαυρο καράβι ας ρίξουμε ολοκαίνουργο, και νέοι πενηνταδύο 35 ας διαλεχθούν εις το κοινόν, όσ' είναι τώρα οι πρώτοι. και αφού καλά προς τους σκαρμούς δέσετε τα κουπία, εβγάτε, και εις το δώμα μου κατόπιν αναιβήτε, να χαρήτ' όλοιτο καλό τραπέζι, 'που ετοιμάζω. των νέων τούτα επρόσταξα• και σεις, οι σκηπτροφόροι 40 οι βασιλείς, εις τα λαμπρά τα μέγαρά μου ελάτε, τον ξένον να φιλεύσουμε• μην το αρνηθή κανένας. και ο αοιδός ας καλεσθή Δημόδοκος ο θείος, ότι ο θεός του εχάρισε του τραγουδιού το δώρο, να τέρπη όπως τον κινεί μέσα η καρδιά να ψάλλη». 45

ΕΡΜ. Έλα να λογαριάσωμεν, αν θέλης, ω πορθμεύ, πόσα μου χρεωστείς έως τώρα, διά να μη έχωμεν πάλιν φιλονεικίας δι' αυτά. ΧΑΡ. Ας λογαριασθούμεν, ω Ερμή. Αυτό είνε το καλλίτερον και διά την ησυχίαν μας. ΕΡΜ. Μου παρήγγειλες και σου έφερα μίαν άγκυραν πέντε δραχμών. ΧΑΡ. Πολλά λες. ΕΡΜ. Μα τον Πλούτωνα, πέντε δραχμάς την ηγόρασα, και ένα σπάγγον διά τους σκαρμούς δύο οβολών.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν