United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΕΝ. Και τι θα έλεγες εάν ήκουες τι λέγουν περί ιδεών και ασωμάτων ή περί του πέρατος και του απείρου; διότι και αυτή είνε μία από τας ζωηροτέρας φιλονεικίας των, καθότι οι μεν περιορίζουσι το παν διά τέλους, οι δε φρονούν ότι δεν έχει τέλος. Αλλά και ότι οι κόσμοι είνε πολυάριθμοι υπεστηρίζετο υπό τινων εξ αυτών, οίτινες κατηγόρουν τους άλλους τους διδάσκοντας ότι ο κόσμος είνε ένας.

Έπειτα δε πάλιν τον δεύτερον ορισμόν του Ευθύφρονος ότι ευσεβές πράγμα είναι παν ό,τι είναι προσφιλές εις τους θεούς, ασεβές δε παν ό,τι είναι μισητόν εις αυτούς, επαινεί ο Σωκράτης ως γενικώτερον από τον πρώτον και τελειότερον, αλλ' αποδεικνύει εις τον Ευθύφρονα με τας φιλονεικίας και μάχας, οπού υπάρχουν μεταξύ των θεών, τα οποία εκείνος πιστεύει, ότι είναι δυσκολώτατον και αδύνατον να αρέσκη το αυτό πράγμα εις όλους τους θεούς· αλλά εκείνο οπού εις μερικούς θεούς αρέσκει, εις μερικούς άλλους είναι μισητόν, ώστε θα συμβή το αυτό ευσεβές πράγμα να είναι συγχρόνως και αγαπητόν και μισητόν.

Τόσοι δε είνε οι φιλόσοφοι, ώστε, κατά την παροιμίαν, ευκολώτερον είνε να πέση κανείς εις πλοίον και να μη συναντήση ξύλον παρά να κυττάξη γύρω του και να μη ίδη φιλόσοφον. ΔΙΚ. Αλλ' αυτοί με τρομάζουν με τας φιλονεικίας των και με την σύγχισιν των γνωμών των εις όσα λέγουν περί εμού.

Του ενθύμησα ένα κορίτσι το οποίον προ ολίγου χρόνου ηύραν νεκρό μέσα στο νερό, και του επανέλαβα την ιστορίαν της. — Ένα καλό νεαρό πλάσμα, που είχε μεγαλώσει εις τον στενόν κύκλον οικιακών ενασχολήσεων, ωρισμένης εβδομαδιαίας εργασίας, που δεν εγνώριζεν άλλην έποψιν τέρψεως παρά τις Κυριακές με το στολισμό του, τον οποίον ολίγον κατ' ολίγον είχεν αποκτήσει, να πηγαίνη περίπατον μαζί με τις όμοιές της, γύρω στην πόλη, να χορεύη ίσως δύο τρεις φορές τον χρόνο, και προς τούτοις με όλην την ζωηρότητα του εγκαρδιωτάτου ενδιαφέροντος να κουβεντιάζη πολλές ώρες με μια γειτόνισσα περί της αφορμής μιας φιλονεικίας, μιας συκοφαντίας.

Ο Κοριολάνος υπέκειτο εις το ολέθριον πάθος του θυμού, ώστε απέκτησε πολλούς εχθρούς· ηγάπα τας πεισματώδεις φιλονεικίας, και επομένως οι συμπολίται του τον απέφευγον· εκαυχάτο διά την ευγενή καταγωγήν του, αγνοών ότι ουχί η καταγωγή , αλλ' η διαγωγή τιμά ή ατιμάζει· επί τέλους υπερηφανευόμενος διά τας ανδραγαθίας του, περιεφρόνει τους συμπολίτας του, αγνοών ότι διά της υπεροψίας καθίστατο μισητός, ενώ διά της ταπεινοφροσύνης ήθελε προσελκύσει την εύνοιαν του λαού.

Και παρεδέχθη ότι είχα δίκαιον εις όσα έλεγα. — Έπειτα δε βεβαίως, εάν οι φίλοι του τον παίρνουν διά συμβιβαστήν εις τας μεταξύ των φιλονεικίας και εάν η πατρίς τον καλή ως διαιτητήν ή ως δικαστήν και έχη την ανάγκην του, δεν είναι εντροπή δι' αυτόν, αγαπητέ σύντροφε, να γίνη φανερός ότι δεν είναι διά τίποτε, ότι είναι δεύτερος ή τρίτος εις τα ζητήματα αυτά εις τα οποία έπρεπε να είναι πρώτος;

ΕΡΜ. Έλα να λογαριάσωμεν, αν θέλης, ω πορθμεύ, πόσα μου χρεωστείς έως τώρα, διά να μη έχωμεν πάλιν φιλονεικίας δι' αυτά. ΧΑΡ. Ας λογαριασθούμεν, ω Ερμή. Αυτό είνε το καλλίτερον και διά την ησυχίαν μας. ΕΡΜ. Μου παρήγγειλες και σου έφερα μίαν άγκυραν πέντε δραχμών. ΧΑΡ. Πολλά λες. ΕΡΜ. Μα τον Πλούτωνα, πέντε δραχμάς την ηγόρασα, και ένα σπάγγον διά τους σκαρμούς δύο οβολών.

Κατά την στιγμήν εκείνην έτυχε να φιλονεικούν δύο από τους νέους αυτούς, ποίον όμως ήτο το αίτιον της φιλονεικίας των δεν ηδυνήθην ν' ακούσω και πολύ καλά.

Τότε, εν μέσω του αμυδρού φωτός, είδε το πρόσωπόν της Λιγείας να ακτινοβολή. Εκείνη έφερεν ακόμη μίαν φοράν την χείρα του Βινικίου εις τα χείλη της και εψιθύρισε: — Η σύζυγός σου . . . . είμαι σύζυγός σου . . . Όπισθεν του τοίχου, οι πραιτωριανοί, οίτινες έπαιζον τους πεσσούς, εξέβαλον φωνάς φιλονεικίας.