United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βάλετα 'μάτια σου υαλιά, και 'σάν τον δημοκόπον κάμε πως βλέπεις κάθε τι, και τίποτ' αν δεν βλέπης. — Έλα εδώ! Έλα εδώ! Το 'πόδημά μου 'βγάλε. Τράβα καλά! Τράβα καλά! Την δύναμίν σου βάλε! ΕΔΓΑΡ Τι ανακάτωμα και νου και ασυναρτησίας! Νους μέσ' 'ς την τρέλλαν! ΛΗΡ Άκουσεαν θέλης να με κλαύσης, πάρε τα 'μάτια μου, εσύ. Γνωρίζω ποίος είσαι. Σε λέγουν Γλόστερ. Χρεωστείς υπομονήν να έχης.

Εις τέτοιον τρόπον μιλώντας, άμπωσε το χέρι του Καπετάνιου· αυτός όντας φυσικά οργίλος και σοβαρός του εκακοφάνη διά την καταφρόνεσιν που αυτή του έκαμεν· όθεν ευθύς εμεταβάλθη εις οργήν. Πώς το λοιπόν, ουτιδανό πλάσμα τη είπεν· έτσι χρεωστείς να μιλής του αυθέντος σου; εγώ σε αγόρασα, και είσαι σκλάβα μου· ή με το καλόν ή με το κακόν θέλω να σε πάρω μαζί μου.

ΛΗΡ Καλλίτερα να σ' εσκέπαζεν η πλάκα του τάφου, παρά να υποφέρης μ' ασκέπαστο κεφάλι των Ουρανών την καταδρομήν! — Αυτό λοιπόν είναι ο άνθρωπος; Ιδέ τον! Εσύ δεν χρεωστείς ούτε μετάξι εις σκουλήκι ούτε δέρμα εις ζώον ούτε μαλλί εις πρόβατον ούτε μυρωδικό εις μοσχοποντικόν! Ημείς οι τρεις είμεθα τεχνητοί άνθρωποι. Συ είσαι ο φυσικός!

ΡΕΓ. Τα χρέη μας δεν θα μας τα διδάξης. ΓΟΝΕΡ. Προσπάθησε καλλίτερα να μη δυσαρεστήσης τον άνδρα 'πού σ' ελέησε και σ' έστειλεν η Μοίρα. Από το σέβας έλειψες 'πού χρεωστείς, κ' αξίζεις να χάσης ό,τι έχασες. ΚΟΡΔ. Τι κρύπτει η πονηρία θα τ' αποδείξη ο καιρός. Την σκεπαστήν κακίαν η Εντροπή θα την ιδή και θα την ξεσκεπάση. Ευδαιμονείτε! ΒΑΣ. ΤΗΣ ΓΑΛ. Φεύγωμεν, ωραία Κορδηλία!

Δος μου το λοιπόν τα φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, και μη χάνης τον καιρόν σου να βιάζης μίαν καρδιάν, που εναντιώνεται εις την επιθυμίαν σου.

ΕΡΜ. Έλα να λογαριάσωμεν, αν θέλης, ω πορθμεύ, πόσα μου χρεωστείς έως τώρα, διά να μη έχωμεν πάλιν φιλονεικίας δι' αυτά. ΧΑΡ. Ας λογαριασθούμεν, ω Ερμή. Αυτό είνε το καλλίτερον και διά την ησυχίαν μας. ΕΡΜ. Μου παρήγγειλες και σου έφερα μίαν άγκυραν πέντε δραχμών. ΧΑΡ. Πολλά λες. ΕΡΜ. Μα τον Πλούτωνα, πέντε δραχμάς την ηγόρασα, και ένα σπάγγον διά τους σκαρμούς δύο οβολών.

Η γυναίκα του πραγματευτού εβγήκεν ευθύς και επήγε και αγόρασε τρία ντουλάπια, που ημπορούσε το καθένα να χωρέση από ένα άνθρωπον μέσα, και έκαμε να τα φέρουν εις το σπήτι της· έπειτα ενδύθη τα πλέον ευγενικά της φορέματα, και εστολίσθη με τα διαμαντικά που είχε και ούτω καλλωπισμένη εφέρθη εις την οικίαν του Χόντζα διά να τον βάλη εις τα δίκτυά της κατά πως επιθυμούσε, τον οποίον ευρίσκοντάς τον μοναχόν, εξεσκέπασε το πρόσωπόν της χωρίς να καρτερέση να της το ειπή αυτός· την οποίαν όταν την είδεν έμεινε πλέον λαβωμένος από την πρώτην φοράν· και αυτή με τούτον τον τρόπον του ωμίλησεν· εφέντη Χόντζα, είμαι εδώ να σε παρακαλέσω διά να μου δώσης τα χίλια φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, επειδή και ευρισκόμαστε εις μεγάλην ανάγκην, και αν διά το χατήρι μου το κάμης αυτό σου τάσσω ότι θα ανταποκριθώ εις την θέλησίν σου.

Θ' αρχίσης πάλιν τα ίδια και τα ίδια. «Πως μου είσαι βάρος, και κρίματα έξοδα, και του κάκου οι ιατροί, και τούτο κ' εκείνο!» Ό,τι θέλεις λέγε τώρα, αφού το εκατάφερα να σε φέρω εδώ! Μόνον να το 'ξεύρης ότι δεν μου χρεωστείς τίποτε. Σου το είπα και σου το ξαναλέγω. Δεν ήλθα εδώ εξ αιτίας σου. Είχα δουλειάν να έλθω. — Μάλιστα! Δουλειάν είχες, εψιθύρισεν ο τυφλός.