United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πηγαίνω εις την Δωδώνην, εις το μαντείον του Διός• όταν όμως έφθασα εδώ εις την Φθίαν, εσκέφθην να έλθω να μάθω διά μίαν συγγενή μου γυναίκα αν ζη και αν είναι ευτυχής, την Ερμιόνην από την Σπάρτην. Διότι, αν και ζη πολύ μακρυά από ημάς, όμως την αγαπώ. Ω υιέ του Αγαμέμνονος, μου φαίνεσαι όπως φαίνεται ο λιμήν εις τους ναυτικούς εις ώραν τρικυμίας.

Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογχυλυστρώτου και νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου κ' ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά εις τα σύνορά της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, αν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης.

Διότι υπάρχει μία πόλις, όχι μακράν από την Σπάρτην, η οποία πριν ήτο φιλική μου, αλλά τώρα έγινεν εχθρά. Αυτήν λοιπόν θέλω να την εμπρήσω και να την καταλάβω με τον στρατόν μου. Όταν τακτοποιήσω τα εκεί όπως θέλω, θα έλθω πάλιν και εμπρός εις τον γαμβρόν μου θα είπω ό,τι έχω να είπω και θ' ακούσω τι θα μου απαντήση.

Εγώ μην έχοντας πλέον καρδίαν εις το να ιδώ το τέλος του θεάματος, ετραβήχθηκα διά να έλθω εις την οικίαν του Αμπίμπη με το πνεύμα τόσον συγχισμένον, που δεν ημπορώ να σας περιγράψω· ήμουν τόσον περίλυπος και έξω από τον εαυτόν μου, που δεν ήξευρα το τι μου εγίνετο, εγύριζα κάθε ολίγον τους οφθαλμούς μου προς τον τόπον της θεωρίας, και οι φλόγες που εσηκώνονταν εις τον αέρα μου εσύντριβαν την καρδίαν.

Πώς; Δεν σου είπα, αυθέντα, ότι έκαμα δεήσεις διά την υγείαν σου; — Και τίποτε περισσότερον; — Ητοιμαζόμην ευλόγως να έλθω εις επίσκεψίν σου, όταν ο καλός αυτός άνθρωπος ήλθε να με ζητήση εκ μέρους σου. Ιδού, λάβε την πινακίδα αυτήν, θα υπάγης εις την οικίαν μου και θα την εγχειρίσης εις τον απελεύθερόν μου.

Όλα τα ήκουσα και το πώς ενυμφεύθη, τιμιωτάτην σύζυγον, την οποίαν εβάπτισε προηγουμένως, τα πάθη του, τας περιπετείας του, τας θλίψεις του, εργαζόμενος εν Αγγλία· αλλ' είνε τόσον ωραία όλα αυτά τα επεισόδια του τρικυμιώδους βίου του, ώστε θα έλθω να τα ξανακούσω πάλιν.

Πότε να έλθω; — Έλα αύριον βράδυ, είπε προθύμως ο Τρέκλας. Ο ξένος έπεσεν εκ νέου εις σύννοιαν και, αφού διελογίσθη επί πολύ, είπε·Γίνεται και μία άλλη χάρις; — Ποία; — Ειμπορείς να κάμης τρόπον να έμβω... εις το μοναστήρι; — Ειμπορώ, αν γείνης γυναίκα, είπε μειδιών ο Τρέκλας. Και ειμπορείς να γείνης εύκολα, δόξα σοι ο Θεός. Εις τα ρούχα μόνον είνε η διαφορά.

Η περιέργεια του νέου Βασιλέως έθλιψε τον Κουλούφ· μα αυθέντη, του είπεν με τι τρόπον εγώ ημπορώ να σε κάμω να έλθης μαζί μου εις αυτήν· και τι να της ειπώ το πώς και ποίος είσαι; Εγώ θέλω ενδυθή, λέγει ο Βασιλεύς, με φορέματα ενός σκλάβου, και θέλω απεράση διά σκλάβος σου, και σαν έλθω εκεί, θέλω σταθή εις καμμίαν αγκωνήν διά να ιδώ τα πάντα.

Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα·Μη φοβάσαι!. . . δεν είναι τίποτε . . . δεν σου θέλω κακόν! Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον διά να έλθω εις βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω . . . . Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλείτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.

Τι ήτο δι' αυτούς ενός Χριστιανού η ζωή; Η δυστυχής μου μήτηρ είχε δίκαιον να με αποτρέπη. Διατί να έλθω εις Χίον; Προς το εσπέρας μας έδωκαν ελαίας και άρτον, μετ' ολίγον δε ο Αράπης ελθών μ' εξήγαγε της φυλακής και μ' έφερεν εις σκιάδα εντός του κήπου, όπου πέριξ τραπέζης χαμηλής, φορτωμένης από οπώρας ποικίλας, εκάθηντο επί ταπήτων τρεις Τούρκοι και δύο Χριστιανοί.