United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι έχεις και φωνάζεις; Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω απήντησα·Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα! . . . Με σένα δεν έχω να κάμω. Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγεινεν άφαντη. Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρόν της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν.

Διά να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μίαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γείνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον ή θρουν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.

Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο . . . Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν έν όνειρον, το ίδιον όνειρόν του . . . Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε.

Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογχυλυστρώτου και νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου κ' ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά εις τα σύνορά της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, αν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης.

Εγνώριζα ότι το πρωί, άμα τη ανατολή του ηλίου συνήθως ελούετο. Έκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον, ανερριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου, καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπτόμενος από την κορυφήν του βράχου, και είδα πράγματι, ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ' ελούετο . . .

Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζομαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν «ως σχοίνισμα κληρονομίας» δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει·

Το μέγα ορμητήριόν των ήτον υψηλά προς δυσμάς, εις το κατάλευκον πετρώδες βουνόν, το καλούμενου Αετοφωληά φερωνύμως. Αλλά δεν μου εφαίνετο όμως όλως παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου. Εφώναζα ως τρελλός. — Μοσχούλα! . . . πού είν' η Μοσχούλα;

Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!. . . Ω, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτο εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου.