Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Ο Νέρων εστράφη προς το μέρος, όπου, επί κεφαλής της φρουράς του, ίστατο ο άγριος Σούβριος Φλάβιος, όστις, μέχρι τούδε, ήτο αφωσιωμένος εις αυτόν ψυχή τε και σώματι. Και είδε πράγμα ανήκουστον. Το σκυθρωπόν πρόσωπον του γηραιού χιλιάρχου είχε πληρωθή δακρύων, και με την υψωμένην χείρα του έκαμε το σημείον της χάριτος. Εν τούτοις η λύσσα εκυρίευσε το πλήθος.
Κατώρθωσε δε να εκτελέση και άλλον άθλον, ανήκουστον τέως, ως προς τον πετρώδη εκείνον τόπον, τον ηδικημένον υπό της φύσεως, τον μη ευλογημένον υπό του ουρανού, τον απεξηραμένον υπό των σκωριών και μαυρισμένον υπό των ανθράκων. Μεταξύ δύο υψηλών βράχων ανεκάλυψεν ως εκ θαύματος γην, και μάλιστα λιπαράν. Συνέλαβε την ιδέαν να κάμη κήπον.
Ο Πετρώνιος ήκουε κατάπληκτος μίαν δούλην, ήτις ετόλμα να αντιτείνη εις διαταγήν, και έλεγε: «Δεν δύναμαι· δεν θέλω». Ήτο πράγμα τόσον ανήκουστον εν Ρώμη, ώστε κατ' αρχάς ενόμισεν ότι παρήκουσε. Τέλος συνέσπασε τας οφρύς.
Άλγος οξύ εσπάραττε την καρδίαν μου και δεν ετόλμων να υψώσω από της γης το βλέμμα. Αίφνης ετελέσθη ανήκουστον θαύμα. Όλοι ήκουσαν ευκρινώς τον κτύπον της πληγής, αλλ' ουδείς είδε πως εξηφανίσθη από της γης καταποθείσα η κόρη.
Ενόμισεν ότι ο θάνατος ή η θλίψις του εσκότιζε τους οφθαλμούς. Η εντύπωσις τον είχε βυθίσει εις φοβερόν χάος. Ουδεμία ιδέα εσώζετο εν αυτώ και μόνα τα χείλη του επανελάμβανον εν παραληρήματι: «Έχω πίστιν! έχω πίστιν! έχω πίστιν!» Αίφνης, το αμφιθέατρον έγινεν άφωνον. Οι αυγουστιανοί ηγέρθησαν εκ των καθισμάτων των ως είς άνθρωπος. Επί της κονίστρας εξετυλίσσετο κάτι τι ανήκουστον.
Τελειώνοντας που να ομιλή έτσι, εισήλθεν εις τον οντά, και επήγαινε προς την βασίλισσαν, και κατά το μέτρον που επλησίαζε προς αυτήν, ω θέαμα ανήκουστον, έτσι αυτή έχανε την όψιν της, τα μάγουλά της που ήταν κόκκινα ωσάν το τριαντάφυλλον, ευθύς εμεταβάλθηχαν εις αχνότητα πεθαμμένου· τα χείλη της έγιναν μελαψά· αφανίσθη το χαρούμενόν της πρόσωπον και τα εύμορφά της τα μάτια εκλείσθηκαν, ωσάν αποθαμμένης.
Δεν εσκέπτετο πλέον· εφέρετο προς το χάος με κλειστούς οφθαλμούς. Εποδοπάτησε την τιμήν επανειλημμένως. Θρασυνόμενος βαθμηδόν, απέφευγε πάσαν προφύλαξιν. Και η ολεθρία στιγμή δεν εβράδυνε να φθάση . , . Στιγμή, καθ' ην η Αρχή εγνώρισε φανερά και την πράξιν και τον ένοχον . . . Το σκάνδαλον ήτο μέγα, ανήκουστον. Ο Α . . . κατηγορείτο επί υπεξαιρέσει χρημάτων του Δημοσίου!
Τότε ευθύς με ένδυσαν με τα βασιλικά φορέματα, με έβαλαν επάνω εις βασιλικόν άλογον και από τον λιμένα άρχισεν η παράταξις, όταν έτρεξε πλήθος λαού κάθε ηλικίας και τάξεως διά να ιδούν μίαν μαϊμούν, που ο βασιλεύς εξέλεξε διά βεζύρην του· και αφού έδωσα εις τον λαόν ένα θέαμα παράδοξον και ανήκουστον, έφθασα εις το βασιλικόν παλάτι, και ευρίσκω τον βασιλέα επί θρόνου καθήμενον εις το μέσον των μεγιστάνων και αρχόντων του παλατίου· τον επροσκύνησα τρεις φορές έως την γην, έπειτα εκάθισα εις σχήμα μαϊμούς εις την θέσιν του βεζύρη.
Έν απόγευμα, η Διαμαντηρείζενα συνέβη ν' ανακαλύψη — ανήκουστον πράγμα — ένα κοριόν έρποντα επί της ψάθας, προϊόν μη έχον δικαίωμα εισόδου εις την οικίαν. Υπώπτευσεν αμέσως ότι το ζωύφιον θα είχε πέσει από το φόρεμα μιας πτωχής γειτόνισσας, ήτις προ μικρού είχεν έλθει να ζητήση εν δοχείον ελαίου δανεικόν.
Αυτοί οι χαρακτήρες δεν είναι ανθρώπου, αλλά τους έγραψε μία μαϊμού· και πώς συμβαίνει τούτο; Λέγει ο βασιλεύς· πράγμα ανήκουστον λέγουν του οι αξιωματικοί· ας βεβαιωθή η βασιλεία σου, ότι ημείς είμεθα αυτόπται μάρτυρες που τους έγραψεν η μαϊμού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν