United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε φθάσει η κρισιμωτάτη στιγμή, καθ' ην ήτο υποχρεωμένος να σκεφθή περί της σωτηρίας του, διότι το κύμα των φλογών επλησίαζε και οι στρόβιλοι του καπνού απέκλειον σχεδόν εξ ολοκλήρου την ατραπόν. Ρεύμα αέρος έσβυσε το κηρίον, το οποίον είχε μεταχειρισθή εις την οικίαν.

Η ιδέα δε ότι ήτο μεγάλος του έδιδε μίαν υπερηφάνειαν, την οποίαν δεν ήξευρε πώς να εκδηλώση, διότι δεν ηδύνατο και να φαντασθή όλας τας συνεπείας αυτής της μεταβολής. Οπωσδήποτε η ιδέα ότι επλησίαζε να γίνη άνδρας και δυνατός, με μουστάκια και γένεια, του έδωκεν ισχυράς και βαθείας συγκινήσεις, από τας οποίας ό,τι προέκυπτε συγκεκριμένον ήτο ότι θα εγίνετο πλέον ελεύθερος και κύριος εαυτού.

Εμφορούμενος υπό ζήλου ωμίλει μετά πλειοτέρας δυνάμεως προς εκείνους τους οποίους επλησίαζε, και υψών την φωνήν ήθελε να καταστή ωφέλιμος και εις τους μάλλον μακράν ευρισκομένους.

Διά να βολιδοσκοπήση τας διαθέσεις του, του ανήγγειλε μίαν ημέραν ότι επλησίαζε να συμπληρώση τον αριθμόν των φλωριών τα οποία θα προσέφερε κατά τον αρραβώνα εις την Πηγήν, η οποία εξ άλλου είχε σχεδόν έτοιμα τα προικιά της. Αλλ' ο Μανώλης δεν ήθελε ν' ακούση τίποτε πλέον περί αυτού του συνοικεσίου.

Υπερήφανος των αιθέρων μονάρχης, ο ήλιος εμεγεθύνετο εφ' όσον επλησίαζε προς τα κύματα, λαμβάνων όψιν ολονέν μεγαλοπρεπεστέραν και απλώνων την βασιλικήν αυτού πορφύραν περί εαυτόν μετά προφανώς αυξανομένης επιδείξεως.

Η έλαφος βλέποντάς τον που επλησίαζε, σηκώνεται ελαφρά και κάνει δύο τρία πηδήματα, έπειτα ρίχνεται εις το νερόν, εις τρόπον που δεν εματαφάνη πλέον. Όθεν ο βασιλεύς της Κίνας ξεπεζεύει ευθύς, πάσχει, γυρίζει ολόγυρα της πηγής, ανακατώνει το νερόν, χαλεύει το κυνήγι μα μη ξεσκεπάζοντας τίποτε με τα χαλέματά του, μένει εις μεγάλην απορίαν διά τούτο το συμβεβηκός.

Καθισμένη κάτω από τη σκηνή όπου είχε κλειστή μαζύ με τη Βραγγίνα, την υπηρέτρια της, θυμότανε την πατρίδα της κ' έκλαιγε. «Πού την επήγαιναν αυτοί οι ξένοι; Σε ποιον; Τι την περίμενεΌταν την επλησίαζε ο Τριστάνος κ' ήθελε να την ησυχάση με γλυκά λόγια, εθύμωνε, τον έδιωχνε, και το μίσος εφούσκωνε την καρδιά της.

Εφάνη η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο σεβαστός Αλκίνοος εγέρθη από την κλίνη• εγέρθη και ο πορθητής, ο θείος Οδυσσέας• και ο σεβαστός Αλκίνοος εκείνον ωδηγούσετην αγορά, 'που οι Φαίακες είχαν σιμάτα πλοία. 5 ήλθαν κ' εκάθισαν μαζήτους στιλβωμένους λίθους. και ωμοιώθη προς τον κήρυκα του φρόνιμου Αλκινόου η Αθηνά, κ' εγύριζε την πόλι, μελετώντας τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρητην πατρίδα• τους άνδραις επλησίαζε, του καθενός ωμίλει• 10 «Εμπρός, πηγαίνετε, αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 'ς την αγορά ν' ακούσετε τον ξένον, 'που 'λθε τώρα νεόφερτοςτα δώματα του φρόνιμου Αλκινόου, ριμμένος από τρικυμιά, και των θεών ομοιάζει».

Μετ' αυτής όμως συγκατακλινόμενος ο Άμασις δεν ηδύνατο να μιγή, μολονότι μετεχειρίζετο τας άλλας γυναίκας. Μετά την ευχήν αμέσως εμίγη μετ' αυτής ο Άμασις και από της στιγμής εκείνης επετύγχανεν οσάκις την επλησίαζε, και την ηγάπησε πολύ.

Εις αυτό το αναμεταξύ που ο βασιλεύς ετελείωσεν αυτούς τους λόγους, βλέπει τον Ρουσκάδ, που επλησίαζε προς αυτόν με πολλήν βίαν, και διακρίνοντας από το φόρεμά του, εστοχάσθη ότι ήταν ένας άνθρωπος ευγενής.