United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από όρθρου βαθέος επί της κορυφής του όρους, μέχρι οψίας νυκτός εις ήντινα οικίαν είχεν εκλέξει προς διανυκτέρευσιν, τα πλήθη ήρχοντο πυκνά περί Αυτόν, μη σεβόμενα το άσυλόν Του, μη αναλογιζόμενα τον κάματόν Του, απλήστως έρχοντα να τον ίδωσι, να μετάσχωσι των θαυμάτων Του, να ακούσωσι τους λόγους Του. Δεν έμενε καιρός ουδέ όπως φάγη άρτον.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα• μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη 230 χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλετην κεφαλή καλύπτρη. να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα. αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδιατην παλάμη, χάλκινη, κ' ήταν δίστομη• και μέσ' είχ' εμπηγμένο 235 σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι του 'δωκε ακόμη ακονιστό• κ' εκίνησεν εμπρός του προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα, κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει, από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. 240 και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα, η Καλυψώτο δώμα της η αθάνατη επανήλθε• τα ξύλα εκείνος έκοβε, καιτο έργον επροχώρει• όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε• με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτάτην στάφνη. 245 ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια, και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα, με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε. και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του 250 κείνος το πλάτος έκαμε• κ' έστησε ταις σανίδαις ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα, έπλαθεν• ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια. κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει• πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη• 255 και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα, του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη. κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία, και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα• και κατόπι απλαίςεκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, 260 και με λοστούς την έσυρετην θάλασσα την θεία.

Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, 185 αναπαυθήκαμεν εμείςτην άκρα της θαλάσσης. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• «ω σύντροφοί μου αγαπητοί και λυπημένοι, ακούτε• που είν' η αυγή δεν ξεύρουμε και που το σκότος είναι, 190 το μέρος όπου ο φωτιστής ο ήλιος βασιλεύει, κ' εκείν' όπου σηκόνεται• πλην ας σκεφθούμε τώρα κάποι' αν υπάρχει μηχανή• κ' εγώ δεν την ευρίσκω. ότι απ' αγνάντιο πετρωτόν εγώ την νήσον είδα, 'που ωσάν στεφάνι απέραντος την περιζώνει ο πόντος. 195 κείτεται η νήσος χαμηλή, και μες την μέση εκείνης είδα καπνόν ανάμεσατα πυκνωμένα δάση».

Εις τοιαύτας παρεδίδοντο μελαγχολικάς σκέψεις, ότε ο κώδων του όρθρου ενεθύμισεν αυτοίς τον επικείμενον κίνδυνον. Η νυξ ήτο σκοτεινή και οι σταύλοι εγγύς, εν αυτοίς δ’ έζη ακόμη ο καλός εκείνος όνος, όστις προ επτά ετών είχε μετακομίσει εις Φούλδαν την Ιωάνναν.

Ενωρίς θα κοιμηθούν, διότι ενωρίςόρθρου βαθέοςθα μεταβώσιν εις τον ναόν, να εκκλησιασθώσι, να εορτάσουν να κοινωνήσουν. Την νύκτα, με το φαναράκι, ετραγούδησα τα Χριστούγεννα εις του πάππου μου του γέροντος, του ασπρογένη του Παπαλέξανδρου. Μου έδωσε δύο εικοπιπενταράκια. — Δεν είχε, μάννα, κανένα σφάντζικο; Παρεπονέθην έπειτα. — Του τα πήρε ο γάτος, παιδί μου! Μου απήντησε.

Ενεδύθην, ητοιμάσθην, και ανέμενα. Και ήμουν όλος χαρά, αναλογιζόμενος την ιεράν, την θείαν, την ανεκλάλητον απόλαυσιν: «Όρθρου βαθέος. Οι πολυέλαιοι κατάφωτοι. — Το φως αναδίδει ιδιαιτέραν λάμψιν καιόμενον την νύκτα. Ο ναός απαστράπτων.