United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι οι άλλοι με πλανάνε με τα λόγια. Απ' τον καιρό που έφυγε ο Γιαννιός, ο Γερο-Λαλεμήτρος είχε βρει το μήνα που τρέφει τους ένδεκα. Όλο και στου Καπετάν Λαλεχού τριγύριζε. Και πάντα έφευγε με τον μπόγο γεμάτο. Ένας γεροφαφούτης, λογάς, ψεύτης, έκοβε κ' έρραβε η γλώσσα του απ' την αυγή του Θεού ως τη νύχτα.

Αλλά κι' αν εξακολουθούσε ακόμη μπονάτσα, κι' αν έβγαιναν Τούρκοι, ο Κουμπής έκοβε το σπαθί του, και τα είχε καλά με τους αγάδες, «για το καλό της χριστιανωσύνης», και δεν ετολμούσαν να πειράξουν άνθρωπον.

Με ζήτω υποδέχθηκε τους λόγους του μεγάλα, όλος ο τσαγκαρολαός, ο άσπρος σαν το γάλα, κ' έβαλαν μόνον της φωνές όσοι χωριάτες ήσανε, και δεν το παρεδέχθηκαν, και κάπως τα ξυνίσανε. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Φρόνιμοι άνθρωποι. ΧΡΕΜΗΣ Α, ναι• αλλά στην εκκλησία η μειονοψηφία τους δεν είχε σημασία, έκοβε δε του ρήτορα χίλια καλά η γλώσσα για της γυναίκες, και για σεου τόσα κι' άλλα τόσα! ΒΛΕΠΥΡΟΣ Τι είπε;

Τις πιώτερες φορές όμως άρχιζαν και τελειώνανε με τα λόγια, κ' έκοβε η γλώσσα τους όχι παρακάτω, από τους Αλεξαντρινούς. Ίσως επειδή σημαντικό μέρος των κατοίκων είταν Εβραίοι, αν και δεν είχε λίγους μήτε η Αλεξάντρεια. Άλλο πράμα ως τόσο του Νείλου η μεγαλόπολη.

Κ' ενώ παρακαλούσαν, προσπαθούσανε συνάμα να βρουν και τρόπο για να ιδούν ο ένας τον άλλον. Η Χλόη ήτανε φοβερά ανίκανη και δεν έκοβε το μυαλό της, επειδή πάντα βρισκότανε σιμά της η ψευτομάννα, μαθαίνοντάς τη να ξαίνη τα μαλλιά και να στρήφτη τ' αδράχτι και μιλώντάς της όλο για παντρειά.

Η έννοια αυτή την έτρωγε την Ταρσίτσα και της έκοβε τον ύπνο και την ανάπαψη. Δεν ήτανε τρελή η Ταρσίτσα. Τον πόνο της δεν τον έλεγε στον κόσμο, σαν τους άλλους τους τρελλούς. Και μέσα στο σπίτι ακόμα λίγοι ξέρανε το μυστικό της, «Αυτή την πετριά έχει η κακομοίρα, έλεγε η ψυχοκόρη της η Αννίτσα.

Στην ρίζα του, τρέχει γρήγορο το νερό καθαρής βρυσούλας, και πέφτει σε μαρμάρινη μικρή λίμνη, ήρεμο και διαυγές. Έπειτα ακολουθεί μια στενή κοίτη, περνάει έτσι όλον τον κήπο και φθάνει ως τον πύργο, περνώντας μέσα στο εσωτερικό του και μάλιστα μέσα στο διαμέρισμα των γυναικών. Λοιπόν, σύμφωνα με τη συμβουλή της Βραγγίνας, ο Τριστάνος έκοβε με τέχνη κομματάκια ξύλο και λεπτά κλαράκια.

Ο ντον Πρέντου ήταν πιο συγκρατημένος, αλλά το χαμόγελό του, αν το πρόσεχε κανείς, έκοβε σαν το μαχαίρι. «Γύρνα τότε εκεί! Και να κουβαλήσεις μαζί σου και την Γκριζέντα σαν να ήταν σκυλάκι.» «Ουφ! Τι ανόητοι που είστε σ’ αυτό το χωριό.» «Όχι όμως τόσο, όσο στο δικό σου

Έλεγε πως δεν την αγαπάει, πως δεν την πονεί, μαθές, όπως αγαπάνε και πονούνε οι άλλοι άντροι τις γυναίκες τους. Θεός σχωρές' τον, μα... Η γλώσσα του θηλυκού είχε πάρει δρόμο κ' έκοβε κ' έρραβε. Ο αστυνόμος την αντίσκοψε. — Καλά, παιδί μου! Αυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Φτάνει Σύρε στο καλό... Και γυρίζοντας κατά τον γραμματικό, πούγραφε, του είπε: — Περί αυτοκτονίας, ούτε ιδέα! Τι λες κ' εσύ;

Άνοιξε ναούς, έστησε βωμούς, ξανασκάρωσε τω Δελφών το Μαντείο, και καμάρι του το είχε να κάμνη ατός του θυσίες, μάζευε δηλαδή, έκοβε κι άναβε τα ξύλα, έσφαζε το θύμα, κ' έχωνε το βασιλικό του χέρι στα σπλάχνα του ζώου να σύρη το συκώτι και ναναγνώση μελλούμενα.