Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Ο μικρός Σβεν δεν έπαιζε πολύ μ' άλλα παιδιά και δεν του άρεσε να μένη πολύ μαζί τους. Γύριζε πάλι στη μαμά, σα να είταν αυτό το φυσικότερο πράμα του κόσμου. Και δεν τον έμελε αν έκοβε το παιγνίδι στη μέση και τάλλα παιδιά θυμώνανε. Μόλις έβλεπε τη μαμά, έτρεχε σ' αυτή, της έπιανε το χέρι και πήγαινε κοντά της.
Και πήδηξε απ' τον πόνο — 85 τι μπήκε στο μιαλό ο χαλκός — και τ' άλλα μπέρδεψε άτια καθώς κυλιούνταν στην πικρή σαΐτα καρφωμένο. Κι' εκεί π' ο γέρος χύθηκε κι' έκοβε με την κάμα τ' αλόγου τα παράλουρα, να! φτάνουν του Εχτόρου τα γλήγορα άτια, κι' έφερναν τον άσκιαχτο αμαξά τους μες στο κυνήγι.
Αν την έβλεπες πώς επηδούσε, αν την άκουες πώς εμούγκριζε και αγκομάχα, πώς εσυνέπαιρνε ό,τι εύρισκεν εμπρός της, πώς έκοβε τα σχοινιά, πώς έσπαζε τα σίδερα χωρίς να παθαίνη τίποτε, θα επίστευες πως ήταν ο διάβολος σωστός. — Το 'κόνισμα παιδιά· το 'κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος. Καθώς άκουσε το εικόνισμα, ελύσσαξεν ο τρισκατάρατος. Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμη σαν το φυλλοκάλαμο.
Ο δρόμος είτανε μαλακός κ' ευκολοπάτητος. Τριγύρω μας ο ήλιος έτρεμε απάνω στα υγρά μούσκλα, στα κλαδιά και στους κορμούς. Τα μονοπάτι έβγαινε κάτω σ' ένα μικρόν κόλπο, που έκοβε τα δάσος εμπρός σ' έναν απότομο βράχο, και στην ακρογιαλιά, όπου είταν αριά τα δέντρα, ο ήλιος έπεφτε πλατιά απάνω στο γυμνό, ανοιχτό και μόλις χλοϊσμένο έδαφος.
Ή καθότανε μονάχα εκεί ο Σβεν κ' έκοβε χορταράκια και τα κοίταζε και τα περνούσε ανάμεσα από τα δάχτυλά του κι όταν γέμιζε το χέρι του, τα πετούσε κι άρχιζε να κόβη άλλα. Αυτό το έλεγε ο ίδιος «παιγνίδι στη χλόη» και μπορούσε να μιλή πολλή ώρα γι' αυτό, όταν άφινε τα παιγνίδι κ' έτρεχε να διηγηθή της μαμάς τις ανακάλυψες που έκαμε.
Σκοπός του είτανε του Επιτρόπου να την κουβαλήση ταποταχύ στου Δεσπότη, κι ας αποφασίση εκείνος κι ο Πασάς το τι να την κάμουν. Την πέρασε η Ασήμω στο κελλί τη νυχτιά της. Δεν καλόξερε και γιατί την είχαν εκεί, μα κάτι έκοβε το μυαλό της και δεν έβρισκε ανάπαψη. Όντας όμως καλά φυλαγμένη, δεν μπορούσε και να ξεκόψη.
Μα είχε ένα παράξενο κουσούρι Δεν έδινε μια πεντάρα για τον άλλον άνθρωπο, ούτε τον έπαιρνε ποτέ στο στόμα του, όσο ήτανε ζωντανός. Ούτε καλό, ούτε κακό είπε ποτέ του για κανέναν. Ό,τι και να γινότανε στο νησί, ότι και νάκανε άντρας ή γυναίκα, ήτανε καλά καμωμένο. «Τι να σου κάνη ο άνθρωπος; Έτσι ήτανε...» κ' έκοβε την κουβέντα.
Κάθε δειλινάκι, χειμών-καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψη, άφινε την αργατειά της, και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ' αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι' εκεί κάθονταν, κι' αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακρυά, όσο έκοβε το μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους διαβάτες, που έρχονταν, και μοναχοκουβέντιαζε: — Να! αυτός είναι!
Μα μήτε ο Αυτοκράτορας μήτε οι Συγκλητικοί δεν τούδειξαν πολύ μεγάλη φιλία, μην ξεχνώντας τις βαρβαρωσύνες του σαν έκοβε των αιχμαλωτισμένων τα χέρια μαζί με το σκληρόκαρδο τον Αρμάτιο.
Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου. 205 Και στρώνει αμέσως τάβλαρο με της φωτιάς τη λάμψη, κι' απάνου αρνιού καλόθρεφτου και τράγου βάζει πλάτη, βάζει και γουρουνόραχη γιαλιστερή του πάχους· που ενώ του τις βαστούσε ο γιος του Δάρη, ο Αφτομέδος, με το μαχαίρι ο θεϊκός τις έκοβε Αχιλέας, και σαν τις καλολιάνισε, τις πέρασε στις σούγλες. 210 Κι' έκαψε ο Πάτροκλος καλή φωτιά, ο λεβέντης άντρας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν