United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δρόμος είτανε μαλακός κ' ευκολοπάτητος. Τριγύρω μας ο ήλιος έτρεμε απάνω στα υγρά μούσκλα, στα κλαδιά και στους κορμούς. Τα μονοπάτι έβγαινε κάτω σ' ένα μικρόν κόλπο, που έκοβε τα δάσος εμπρός σ' έναν απότομο βράχο, και στην ακρογιαλιά, όπου είταν αριά τα δέντρα, ο ήλιος έπεφτε πλατιά απάνω στο γυμνό, ανοιχτό και μόλις χλοϊσμένο έδαφος.

Εδώ σταμάτησε η Έλσα κι άρχισε να ψάχνη στους κορμούς των δέντρων. Κι όταν την είδα να γυρεύη κάτι εκεί, ξύπνησε μέσα μου και μένα κάποια θύμηση κοιμισμένη πολύν καιρό, τόσο ώστε μόλις μου ήρθε μια φορά στο νου στο διάστημα έντεκα χρόνων. Είταν ένα βράδι, τότε που κατοικούσαμε σε κείνο το σπιτάκι που τώρα γκρεμίστηκε, ένα αυγουστιάτικο βράδι.

Εδώ κάτω βομβεί και παταγεί και παφλάζει το ύδωρ· εκεί επάνω ηρέμα κελαρύζει και ηχεί κατερχόμενον εκ των βράχων εις αργυράς ταινίας. Και εις τας δυο πλευράς του δρόμου, ο οποίος πηγαίνει προς τον ανήφορον του βουνού εις το Γκρίντελβαλντ, είναι σπιτάκια φιασμένα από κορμούς δένδρων.

Ψηλά και με ροζιάρικους κλάδους υψωνόντανε τα έλατα αποπάνω του και προχώρεσε μέσα στους κορμούς, όπου ο ήλιος έλαμπε στα μούσκλα και τα πρώτα ανοιξιάτικα πουλιά είχαν αρχίσει να κελαδούν. Ένας μικρός ποντικός πετάχτηκε μέσα από τις πέτρες κι ο μικρός Σβεν έτρεξε κατόπι του. Όλο και μακρήτερα πήγαινε πάντα.

Αυτά τα δύο έθνη ομού φέρουσι κατά παν τρίτον έτος το αυτό δώρον· δίδουσιν ακόμη και εις τας ημέρας μου δύο φοίνικας χρυσού καθαρού, διακοσίους κορμούς εβένου, πέντε παίδας Αιθίοπας και είκοσι μεγάλους οδόντας ελέφαντος.

»Ανάμεσ' από τους πυκνοφυτεμμένους γύρω κορμούς των δέντρων σαστισμένες οι νύμφες του ρουμανιού προσπερνούν βιαστικά με θορυβώδεις φωνές. »Και σάτυροι προβαίνουν μ' ελαφόδερμα ντυμένοι και στεφανωμένοι με κισσό. Και στις κεράτινες μορφές τους παράξενη ζωγραφίζεται λύπη. »Η Λαίλαψ ξαπλωμένη χάμου δείχνει με το λαχάνιασμά της τη γοργή περπατησιά του θανάτου.

Περαιτέρω εξέτεινον επί της οδού τους κλώνους των ελαιόδενδρα γιγάντια με κορμούς χονδρούς, κουφωμένους υπό του γήρατος. — Τούτεσές είνε φράγκικες ελιές. Είνε φυτεμένες απού τον καιρό πούχαν οι Βενετσάνοι την Κρήτη, εδά και διακόσους χρόνους. — Ειντά 'σαν οι Βενετσάνοι; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Φράγκοι.

Τα ερμάρια των βιβλίων έφθαναν μέχρι της οροφής, αλλ' ο Θωμάς σπουδάσας πιθανώς πατά την παιδικήν του ηλικίαν την αναρρηχητικήν τέχνην εις τους εκατονταπήχεις κορμούς των φοινίκων, των αρτοκάρπων και των κοκκοδένδρων των παρθένων δασών της πατρίδος του, ουδεμίαν ησθάνετο δυσκολίαν ν' αναρριχηθή μέχρι της κορυφής της βιβλιοθήκης, να λάβη το ζητούμενον βιβλίον και να το προσφέρη εις τον μελετώντα, αφού προηγουμένως εφύσα επ' αυτού και το ετίνασσε προς απόσεισιν του κονιορτού.

Αλλ' αν δεν κατώρθουν αι ολίγαι αυταί ανθρώπιναι ομιλίαι να διασπάσωσι της ερήμου την νεκρικήν σιωπήν, τα αναρίθμητα όμως πτηνά κατωτέρω, κεκρυμμένα εντός των γηραιών του δάσους δένδρων, τόσην ζωήν, τόσην κίνησιν εμαρτύρουν με τα αρμονικά αυτών κελαδήματα, ώστε αν έκλειες τους οφθαλμούς να μη βλέπης την μαύρην ατελείωτον σειράν των σιωπηλών δένδρων με τους σκληρούς κορμούς και το πυκνόν φύλλωμα, θα ενόμιζες ότι ευρίσκεσαι εν μέσω του Παραδείσου, περικυκλούμενος υπό μυριάδων αγγελικών όντων ως πτηνών κελαδούντων.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' έστειλα τους συντρόφους μουτα δώματα της Κίρκης, του νεκρωμένου Ελπήνορα το λείψανο να πάρουν. 10 και αφού κορμούς εκόψαμε, 'ς τ' ακρότατο ακρογιάλι τον θάπταμε περίλυποι, κ' έρρεε θερμό το δάκρυ. και άμα ο νεκρός και του νεκρού τ' άρματα ομού καήκαν, μνήμα του εσηκώσαμε, θέσαμ' επάνω στήλη. κ' ίσιον εστήσαμε κουπίτην κορυφή του τάφου. 15