United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατόπιν πάλιν, ενώ το έδενε, εκ νέου έκαμε κίνημα να το λύση, με σκοπόν να πάρη άλλα δύο ή τρία ακόμη. Αίφνης τότε ήκουσε το βήμα της μητρός της έξω. Βιαστικά έδεσε το κομπόδεμα, και το έβαλεν εις την θέσιν του. Ολίγας ημέρας μετά τον γάμον, η γραία ανεκάλυψε την κλοπήν. Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τίποτε εις την κόρην της.

Ο ήσκιος φίλησε μ' ευλάβεια τον πεσμένο κορμό· έπειτα σηκώθηκε βιαστικά, γύρισε τα μάτια ολόγυρα και κούνησε αργά το κεφάλι σα νάκλαιγε την τόση καταστροφή. — Μάννα! φώναξε δυνατά ο Αριστόδημος, απλώνοντας τα χέρια. Ήταν ίδια η κυρά Πανώρια· η κορμοστασιά, το μέτωπο, το βλέμμα εφανέρωναν πως ήταν εκείνη. Δεν έδωκε όμως απάντηση στη φωνή του γιου της. Ούτ' έδειξε πως τον άκουσε.

Σκεφθήτε ότι τοιούτοι πολίται την μεν πολιτείαν βλάπτουν, τα δε ίδια σπαταλώσι· ότι το έργον τούτο είναι μέγα, και τοιούτον, ώστε δεν αρμόζει εις νεώτερον την ηλικίαν να σκέπτεται και να αναλαμβάνη βιαστικά την εκτέλεσιν αυτού.

Κοντά ο ναύκληρος εγέμιζε βιαστικά το σκουριασμένο τρομπόνι, ρίχνοντας στην άδροση γαστέρα του με τη μπαρούτη χίλιων λογιών παλιόκαρφα και μολύβια. Και τριγύρω οι άλλοι ναύτες, σταυροχεριασμένοι, άφωνοι, εκύταζαν πότε τον ουρανό, πότε τη θάλασσα με την αδιαφορία ενός μοιρολάτρη.

Θαρρώ και πως μείδε κίσως για να μαποφύγη μες στο χωριό, πήρε ένα πλάγιο δρόμο. Εγώ γύρισα πίσω και βιαστικά προχώρησα έξω από το χωριό. Κεπειδή καταλάβαινα προς πού θα πήγαινε και ποιό δρόμο θάπαιρνε, προσπέρασα, μπήκα σένα παράστρατο κεκεί την περίμενα. Σε λίγο φάνηκε κιόταν ξαφνικά μείδε σαπόσταση, στάθηκε, είτε από συγκίνηση, είτε γιατί φοβήθηκε να μη τη δουν μαζή μου.

Και με την κοντήν μπερτίτσαν της και τα μαύρο ψιάθινον καπελλάκι της απήλθε βιαστικά, ως πτηνόν κυνηγημένον και εισέδυσεν εις το εγγύς εκεί εργοστάσιον γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων, ενώ ο Μπάρμπα-Σταυρής εξηκολούθησε: — Πέντε δραχμαίς αυτή η βλαχοπούλα, και μια δεκάρα ο κάθε γαμπρός ο γύψινος.

Και κόσμον είδανε πολύν, σιμάτο περιγιάλι Να μερμηγκιάζη ανήσυχος και μέσ' απώνα ξύλο, Όπου είχε αράξη βιαστικά, το Γέρο να προβάλη Με τ' απανωκαλύμμαυκο, με το ραβδίτο χέρι. Τα βάσανά του, η αγρυπνιαίς, τα χρόνια του, η νηστείαις, Το φοβερό το μυστικό, που εκράτει κλειδωμένο Βαθειά ς' τα φυλλοκάρδια του, τον είχανε συντρίψη Κ' είναι το πάτημά του αργό.

Μ' αν θέλη την καρδιά μου να την κάνη χάρισμα, άδικα πασχίζει κι' αγωνίζεται. Αυτή δεν την ορίζει. Και σκύβοντας λυπητερά το κεφάλι του, για να κρύψη δυο δάκρυα που στάζανε στα χλωμά του μάγουλα, είπε σιγά: — Αλλοίμονο! Ούτ' εγώ ατός μου την ορίζω. Κ' έφυγε βιαστικά, πνίγοντας ταναφυλλητά του στήθους του. Το βασιλόπουλο κρέμασε το τουφέκι στον ώμο και ξεκίνησε για το βουνό.

ΑΜΛΕΤΟΣ Του ωμιλήσετε σεις; ΟΡΑΤΙΟΣ Εγώ μάλιστα, Κύριε, αλλά δεν αποκρίθη, μόνον, ως μου εφάνη, σήκωσε μια φορά την κεφαλήν και κάπως έδειξε να κινήται ωσάν διά να ομιλήση, όταν ακούσθη ξάφνου της αυγής τ' ορνίθι να λαλήση σφικτά, καιτην κραυγήν του εκείνο τραβίχθη βιαστικά κ' εχάθη απ' έμπροσθέν μας. ΑΜΛΕΤΟΣ Παράδοξο πολύ.

Όχι, δεν τον γνώριζε, αλλά ήταν σίγουρος πως όταν πήγαινε στο Νούορο θα την έπαιρνε τη θέση. Η Νοέμι χαμογελούσε με μνησικακία και ειρωνεία, σκυμμένη πάνω από την ομελέτα: έτσι εύκολα βρίσκεται μια θέση! Τόσοι ψάχνουν μια θέση! «Μα εσύ εγκατέλειψες την δουλειά που είχες;», ρώτησε βιαστικά χωρίς να ανασηκώσει τα μάτια. Ο Τζατσίντο δεν απάντησε αμέσως.