Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Με μια απειλητική χειρονομία της σταμάτησε το αδράχτι κι εκείνη φοβήθηκε, αλλά δεν το έδειξε. «Οι κυράδες σου σε στέλνουν τότε; Να τους πεις, λοιπόν, να μην ανησυχούν. Υπάρχει καιρός για την πληρωμή, δεν βιάζομαι. Συνολικά έδωσα τετρακόσια σκούδα στο παλικάρι. Άρχισε να μου ζητάει λεφτά όταν ήμασταν στο πανηγύρι. Ήθελε να κάνει εντύπωση. Έλεγε πως περίμενε λεφτά από τη Ρώμη.
Μου έδωσε μια συναλλαγματική υπογραμμένη από τον ντον Πρέντου. Πώς μπορούσα να πω όχι; Έπειτα γύρισε εδώ. Μου είπε ότι τα λεφτά από τη Ρώμη τα έπαιξε με τον Μιλέζο και έχασε. Εγώ του είπα ότι θα πήγαινα την συναλλαγματική στον ντον Πρέντου. Τότε φοβήθηκε και μου έφερε μιαν άλλη με την υπογραφή της ντόνας Έστερ. Κι έτσι του έδωσα και άλλα χρήματα.
Μα μόλις ο θεόμορφος Αλέξαντρος τον είδε 30 μες στους προμάχους άξαφνα, τον πιάνει λες αντράλα, και πίσω ως στους συντρόφους του κολώνει μη την πάθει. Πώς ο διαβάτης του βουνού τη λαγκαδιά σα βλέπει δαγκάρα οχιά, ξανάστροφα τραβιέται τρομασμένος, και πίσω φέβγει και χλωμιά τα μάγουλά του βάφει· 35 έτσι κι' αφτός φοβήθηκε τον καστανό Μενέλα και πίσω χώθηκε ξανά μες στο σωρό των Τρώων.
Τότες τ' Ατριά φοβήθηκε ο γιος και του φωνάζει 425 «Βρε αδέρφι, απρόσεχτα τραβάς, μον κράτα τ' άλογά σου! Στενός ο δρόμος... με περνάς, πιο στ' ανοιχτά σα βγούμε... Κράτα, μην πάθουμε κι' οι διο, σου λέω, αν με χτυπήσεις.»
Μας έπιασε ο Βασιληάς!» — Ναι, είπε ο Τριστάνος, επήρε το σπαθί μου. Ήτανε μόνος, θα φοβήθηκε, και πήγε να φέρη ενίσχυσι. Θα γυρίση, και θα μας κάψη μπροστά σε όλο το λαό. Ας φεύγουμε!...» Βαδίζοντας ολημερίς, μαζύ με τον Γκορνεβάλη, φεύγουν για την Ουαλλία, μέχρι τα τελευταία όρια του Μορουά. Τι μαρτύρια τους φέρνει αυτή η αγάπη! ...
Βλέπω μια μικρή καρρότσα, με τ' αλογάκια της, που έστεκε παρέκει, σε μια γωνιά του δρόμου. Η πόρτα της εκκλησιάς ήτο ανοικτή. Βλέπω μια γρηά. Ήτον η κλησιάρισσα. Σαν με είδε, φοβήθηκε κ' ηθέλησε να κλείση την πόρτα από μέσα. Θα κατάλαβε απ' την όψι μου πως ήμουν μολεμμένη. Σπρώχνω την πόρτα, φωνάζω· — Λίγο νερό! ... δεν είστε χριστιανοί;
Αλλ' ως να φοβήθηκε τη μάνα μου, πούχε προβάλει στην πόρτα, μούρριξε μόνο μια πονετική ματιά και πέρασε χωρίς να μου πη λέξη. Η μητέρα μου ήρθε 'κεί πούκλαιγα και μούπε, με χλευαστική φωνή τώρα: — Γιάε κλαίει και δεν ντρέπεται! Γιάε άντρας!
Η Νοέμι φοβήθηκε εκείνη τη φωνή και το αίσθημα αξιοπρέπειας την επανέφερε στην τάξη. Της φάνηκε ότι οι γείτονες βγήκαν για ν’ ακούσουν το χάλι της. «Έλα μέσα, Πρέντου. Θα σου τα πω όλα.» Κι εκείνος μπήκε στο σπίτι που το κατώφλι του είχε να το περάσει είκοσι χρόνια.
Τη φτώχια, που πολεμούσε μαζί της αδιάκοπα, κατώρθωσε να την κρατή πάντα μακριά. Ένας εχτρός υπήρχε μόνο, που μαζί του δεν μπορούσε να μετρηθή, κι αυτός ο εχτρός είταν ο θάνατος. Κ' ίσως να μην είτανε η μικρότερη ευτυχία του ανθρώπου αυτού το πως δε φοβήθηκε ποτέ σοβαρά, πως ο θάνατος μπορούσε να βρη είτε αυτόν τον ίδιο είτε τους αγαπημένους του.
Έχουνε να πουν πως άκουσε ο άνθρωπος του κιθάρα κ' έπαιζε όταν πήγε να συνάξη το θησαυρό, και φοβήθηκε του Απόλλωνα την οργή. — «Ακόμα κάθεσαι;» του μηνάει ο Σύλλας. «Και τι καλλίτερο σημάδι παρά να τραγουδάη ο Θεός παίζοντας την κιθάρα!» Πήγε τότες όλος ο θησαυρός. Πήγε και ταργυρό το πιθάρι, το στερνό από τα τέσσερα που είχε χαρισμένα του Απόλλωνα ο Κροίσος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν