United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ, δε θα την ευλογούσαν αυτήν, παρά θα την κύτταζαν άγρια σαν τον Παππά-Βουλέτη!. . . Μα δεν έβλεπε τίποτα, παρά τους τοίχους άσπρους σεντόνι. . . Μία στιγμή μονάχα της φάνηκε πως είδε μια μαυροφόρα με το χρυσό το στέφανο πίσω απ’ το κεφάλι σε μιαν άκρη του θόλου, πάνω από’να φεγγίτη, που την κύτταζε αυστηρά και το πρόσωπό της ήτον κάτασπρο κι ασάλευτο σαν της νεκρής της Βεργινίας. . και την έκοψε κρύος ίδρωτας. . κ' έρριξε πάλι τα μάτια της στο βάθος του ιερού, μέσ' απ’ την ανοιχτή Πύλη τον τέμπλου κ' είδε την Παναγία που την κύτταζε -αυτή και ο μικρός Χριστός-με απερίγραπτη λύπη. . . Μια ματιά ήτον πάλι κι αυτή του φεγγαριού πίσω απ’ τα σύννεφα τουρανού της ψυχής της. . . Βγήκαν απ’ την εκκλησία, άντρας και γυναίκα πια ο Νίκος κ' η Λιόλια, και κατέβηκαν το βουνάκι και μπήκαν όλη η συντροφιά μαζί σ'ένα ξενοδοχείο της οδού Πατησίων κ’ έφαγαν ο καθένας ό,τι ήθελε, μ’ έξοδα του κουμπάρου του Περικλή. . . Έπειτα χωρίσανε στην Ομόνοια απ’ τη θεια Ελέγκω, που ήταν όλο ευκές και δάκρυα, και συντροφεμένοι από τους δύο νέους, το καινούργιο αντρόγυνο, γυρίσανε μέσα στην κάψα του απομεσήμερου, ντάλλα καλοκαίρι, στη Γαργαρέτα, στο σπίτι τους, στην κάμαρη της Βεργινίας τη φρικτή- . . Και ξανάκλεισαν πάλι τα σύννεφα μπρος απ’ το φεγγάρι της ψυχής- Στους εφτά της μήνες, εκεί πούπλενε η Λιόλια πεσμένη απάνω στη σκάφη, την έπιασαν άξαφνα οι πόνοι.

Για να διδάξη και διαδόση τις αισθητικές αρχές του ο Απόστολος αυτός, όπως ειπώθηκε, της αισθητικής κινήσεως στην Αγγλία, ταξείδεψε ως και στην Αμερική, όπου μπροστά σε μυριάδες μορφωμένους ακροατάς έκαμε θαυμαστάς διαλέξεις, που με κάποια άλλα δοκίμιά του βγήκαν αργότερα σε βιβλίο με τον τίτλο «Essays and Lectures». Ανάμεσα σ' αυτά ξεχωρίζει μια έξοχη διάλεξή του για την τέχνη στους σπουδαστάς των Καλών Τεχνών στη Βασιλικήν Ακαδημία.

Δε σώνει αφτός στον πύργο που πια απ' τα μάβρα γερατιά μού κοίτεται σακάτης, 435 Μον τώρα να! άλλα βάσανα μού βγήκαν στο κεφάλι.

Είναι τιμή για την Ελλάδα που βγήκαν τόσοι σοφοί να βρουν και να τυπώσουν τα μεσαιωνικά μας μνημεία. Ταιριάζει ναναφέρουμε τόνομα του μεγάλου μου και περίφημου φίλου και δασκάλου Κ. Σάθα. Ο κ. Σ. Λάμπρος, με πολλή ακρίβεια και κριτική μέθοδο, μας έδωσε κάμποσα βυζαντινά ποιήματα σε μια συλλογή που είναι δόξα και για τον εγδότη τον ίδιο και για τη γραικική επιστήμη.

Αχ! ο γέρος ευτύς αποκρίθη 1285 Το ζαλίκι μου αυτό δεν μπορούσα Να σηκόσω· σε φώναξα ο δόλιος Να μου δόκης ολίγη βοήθεια. Λ ι ο ν τ ά ρ ι, Λ ύ κ ο ς και Α λ ο π ο ύ. Λιοντάρι, Λύκος, κι' Αλπού αντάμα Τα τρία βγήκαν να κυνηγήσουν 1290 Με συμφωνία, πως ό,τι πιάκουν, Να το μοιράσουν ανάμεσά τους.

Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονετικά το δρόμο της. Φωνή της λαύρας χυνότανε ολούθε η φλυαρία του τζίτζικα και στο χωριό περνοδίναν οι στρατοκόποι. Όπως ο Τσαϊπάς βγήκαν κ' εκείνοι να ιδούν τη λιτανεία. Ο Κώστας ο Αρλετής έφερε μιαν είδηση στο χωριό και το χωριό ανατρόμαξε. Ένα κόνισμα, λέει, βγήκε νύχτα στην ακρογιαλιά του Άηθανάση. Πούθ' ερχότανε, για πού πήγαινε, κανείς δεν ήξερε να ειπή.

Τι δεν τον είδα εγώ ποτές, μήτε έσμιξα μαζί του, μα λεν πως στην παλικαριά δεν τούβγαινε κανένας. 375 Τι δίχως ήρθε πόλεμο, σα φίλος, στη Μυκήνα στρατολογώντας μια φορά, αφτός κι' ο Πολυνείκης, που τότες βγήκαν το καστρί της Θήβας τα πατήσουν. Απ' τους δικούς μας ήρθανε βοήθια να γυρέψουν, κι' αφτοί να δώσουν ήθελαν και τάζουν τη βοήθια, 380 μα ο γιος του Κρόνου μ' αχαμνά τους άλλαξε σημάδια.

Τώρα λες όχι, αργότερα όμως θα πεις το ναι. Είναι για γέλια;» «Σαρδόνια γέλιαειρωνεύτηκε από πίσω η Πατσάνα, χαμηλόφωνα και έσπρωξε την Στεφάνα για να την κάνει ν’ απαντήσει άσχημα στο αφεντικό. Η γυναίκα όμως ήταν πολύ αξιοπρεπής και δεν καταδέχτηκε να συνεχίσει το αστείο. Έτσι δεν άνοιξε το στόμα της μέχρι που το αφεντικό με τον Έφις βγήκαν μαζί.

Όσοι άλλοι φιλοσόφοι βγήκαν αυτόν τον αιώνα δε φαίνουνται τόσο κομματικοί στα θρησκευτικά καθώς πρώτα. Παράδειγμα ο Ιωάννης ο φιλόπονος, που αν και γράφοντας για τη χριστιανωσύνη, βούτηξε όμως σε βαθιά φιλοσοφικά ζητήματα, πολεμώντας Αριστοτελικές ιδέες και θεωρίες.

Μόλις βγήκαν από το χωριό άρχισαν οι ερωτήσεις, επειδή ο τυφλός, παρ’ όλο που είχε το δισάκι του γεμάτο, ήθελε να ζητάει ελεημοσύνη από τους διαβάτες, ενώ ο Έφις παρατηρούσε: «Γιατί να ζητάμε, αφού έχουμε;» «Και αύριο; Δεν σκέφτεσαι το αύριο; Τι ζητιάνος είσαι εσύ; Φαίνεται πως είσαι καινούργιοςΤότε ο Έφις κατάλαβε πως δεν ήθελε να ζητάει επειδή ντρεπόταν, και κοκκίνισε γι’ αυτό.