Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονετικά το δρόμο της. Φωνή της λαύρας χυνότανε ολούθε η φλυαρία του τζίτζικα και στο χωριό περνοδίναν οι στρατοκόποι. Όπως ο Τσαϊπάς βγήκαν κ' εκείνοι να ιδούν τη λιτανεία. Ο Κώστας ο Αρλετής έφερε μιαν είδηση στο χωριό και το χωριό ανατρόμαξε. Ένα κόνισμα, λέει, βγήκε νύχτα στην ακρογιαλιά του Άηθανάση. Πούθ' ερχότανε, για πού πήγαινε, κανείς δεν ήξερε να ειπή.
— Ούθε το πρώτο μου παπούτσι!... ούθε το πρώτο μου παπούτσι! ... φώναξε δυνατά ο Αρλετής. Ο αντίλαλος του νάρθηκα αδερφώθηκε και κείνος με τη βάναυση φωνή του ψάλτη. — Παπούτσι.... παπούτσι!... — Ελάτε, ρε παιδιά· βοηθάτε να τελειώσουμε· είπε ο Αρλετής πιάνοντας το κόνισμα. Κανείς δεν έσκυψε· όλοι έμειναν άφωνοι, τηράζοντάς το σα να ζητούσαν τη γνώμη του.
Για κύττα το καλά· μην κάνης λάθος; — Τι λάθος, αδερφέ Κωσταντή; είνε στολίδι από Ρούσικο καράβι· βασιλικό καράβι! Να, δε διαβάζης τα γράμματα: Πέτρος ο Μέγας· έτσι γράφει απάνου... Ο Αρλετής εσταύρωσε τα χέρια, έγυρε το κεφάλι κ' έμειν' εκεί άφων- άλαλος για πολλή ώρα. Απελπισία κυρίεψε την ψυχή του σα νάβλεπε την εκκλησιά του γκρεμισμένη.
Τόμαθαν· έτρεξαν οι καλόγεροι, το πήραν στο μοναστήρι τους και το λιβανίζουν μερόνυχτα. Έτσι μίλησε ο Αρλετής και το χωριό ανατρόμαξε σύσπιτο. Θρησκευτικός ανεμοστρόβιλος εσήκωσε για μιας του λαού την αδιαφορία. Μικροί μεγάλοι είπαν πως είνε θάμα. Και συμφώνησαν όλοι πως το θάμα πρέπει να το πάρουν στο χωριό, τιμή και φυλαχτό του τόπου τους. Λίγο τάχα είνε νάχης έναν άγιο πατριώτη!
Είνε ο Κώστας ο Αρλετής, ο γλυκόφωνος ψάλτης του Άηδημήτρη· είνε φρεσκοξουρισμένος και παστρικαλλαγμένος σα γαμπρός. Η χαρά του είνε μεγάλη κ' η περηφάνεια του ακόμη μεγαλείτερη. Είνε δικό του το κατόρθωμα. Αν θάχη το χωριό θαματουργόν άγιο, σε κείνον θα το χρωστά. Αυτός έγινε — μήστητί μου, Κύριε! — το σκεύος του Κυρίου το εκλεχτό.
Όπως έστεκε στο ψήλωμα το ανάστημα του ιχνογράφονταν στον ασπρογάλανο ουρανό, σα μαύρο είδωλο που τρέχει ο λαός να πετροβολήση. — Το καπέλλο σου! βγήκε άξαφνα φωνή από το πλήθος. — Το καπέλλο σου! δευτέρωσε άλλη φωνή. — Το καπέλλο σου!.. το καπέλλο σου! .. το καπέλλο σου!... Υποψιάστηκαν πως τόκανε για περιφρόνηση και αγανάχτησαν όλοι. Μα περισσότερο απ' όλους ο Αρλετής.
Ήρθαν μάλιστα στιγμές που φάνηκε πρόθυμος να πιάση το κόνισμα, να κοπιάση κι αυτός για τη Χάρη του. — Τρομώ και λέω το διάολο έχουμε μαζί μας!.. είπε δυνατά ο Αρλετής, φουρκισμένος για τα γέλοια του Τσαϊπά. Εκείνος δεν ταράχτηκε καθόλου· ο θυμός του σήκωσε κάθε άλλο αίστημα. Τι διάβολο! σάπισε λοιπόν αυτός ο τόπος! Αν τόπαιρναν τουλάχιστον όλοι για κόνισμα, δε θα είχε κανείς αντιλογία.
— Να κεφάλι!.. είπε δείχνοντας με τη χερούκλα του το φοιτητή. Τόσος λαός εδώ και δεν ξέρει τι κάνει· ήρθε του λόγου του να μας βάλη μυαλό. — Όχι να σας βάλω μυαλό· είπε ο Τσαϊπάς δειλά· να ειπώ το σωστό. — Το σωστό! εφώναξε αγριοκυττάζοντάς τον ο Αρλετής, το σωστό! που τόβρες, μωρέ, το σωστό... Μην τόφερες απ' την Αθήνα μαζί με τα κολλαράκια σου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν