United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε ήνοιξεν η κόρη εντελώς τους οφθαλμούς της και είδε τα περί αυτήν, έμεινε χαίνουσα υπό θάμβους και άλαλος εκ της εκπλήξεως προς όσα εκύκλουν αυτήν θαύματα τέχνης και πλούτου. Έβαλλεν ανάρθρους κραυγάς θαυμασμού, και εκρότει τας χείρας ως παιδίον.

Πολλοί όμως ύστερον επίστευσαν και διέδωκαν μύθον τινα, οίος ο εξής: Ο ατυχής κληρικός είχεν ιδεί παραδοξότατα πράγματα εντός του ναού την νύκτα εκείνην, και ευλόγως κατέστη άλαλος. Τέσσαρες λευκοχίτωνες δερβίσαι ωρχούντο μανιωδώς περί το ιερόν Θυσιαστήριον, πλήττοντες τα στήθη και εκβάλλοντες αφρούς εκ του στόματος.

Όταν δε ίδη κανείς οικίαν και κατά το μέγεθος μεγαλοπρεπή και κατά το κάλλος μοναδικήν, καταλαμπομένην υπό φωτός, απαστράπτουσαν εκ χρυσού και καταστόλιστον από τοιχογραφίας ανθηράς, δεν είνε φυσικόν να επιθυμήση να εκφωνήση λόγον εντός αυτής, αν τύχη να είνε εκ των καταγινομένων εις την ρητορικήν, να αναδειχθή εντός αυτής και διακριθή, να την γεμίση με την φωνήν του και καθ' όσον είνε δυνατόν να γίνη και αυτός μέρος του κάλλους της; Αν αρκεσθή μόνον να την παρατηρήση λεπτομερώς και αφού την θαυμάση απέλθη χωρίς να εκφράση τον θαυμασμόν του, χωρίς να την χαιρετήση και της απευθύνη μίαν προσφώνησιν, ως να είνε άλαλος ή σιωπά σκοπίμως εκ φθόνου, δεν θα είπετε ότι ο τοιούτος δεν είνε φιλόκαλος, ούτε αισθάνεται το ωραίον και δεν θ' αποδώσετε εις την διαγωγήν του πολλήν αγροικίαν και απειροκαλίαν; Βεβαίως είνε αμουσία να δεικνύη τις τοιαύτην αδιαφορίαν προς θεάματα τόσον ωραία και τόσον τερπνά και να μη εννοή ότι ο τρόπος της εκδηλώσεως του θαυμασμού προς το ωραίον δεν είνε ο αυτός διά τους απλούς ανθρώπους και διά τους μορφωμένους• διά τους απλούς ανθρώπους αρκεί να ίδωσι μόνον και να παρατηρήσουν, να περιφέρουν το βλέμμα και ν' αναβλέψουν προς την οροφήν, να χειρονομήσουν επιδοκιμαστικώς και ησύχως ν' απολαύσουν την ηδονήν του θεάματος, διότι φοβούνται μήπως δεν δυνηθούν να είπουν τι άξιον των βλεπομένων• αλλ' εκείνος ο οποίος βλέπει με έμπειρον και σοφόν βλέμμα τα ωραία, δεν θ' αρκεσθή, νομίζω, ν' απολαύση μόνον διά της οράσεως το τερπνόν, ούτε θα δυνηθή να μείνη άφωνος θεατής του κάλλους• αλλά θα προσπαθήση όσον δύναται και να το μελετήση και διά του λόγου ν' αποδώση την ηδονήν την οποίαν του παρέχει το θέαμα.

Αυτοί εφέρθηκαν προς εμέ ως πειραταί γενναίοι· αλλά ήξευραν τι έκαμναν· εγώ θα τους ευεργετήσω. Κάμε να λάβη ο Βασιλέας τα γράμ- ματά μου, και συ τρέξε προς εμέ με όσην σπουδήν ήθελε φεύγης από τον θάνατον. Έχω να σου προφέρω λόγια οπού άμα τ' ακούσης θα μείνης άλαλος, και μ' όλον τούτο είναι πολύ ελαφρά, αν συγκριθούν με το βάρος της υποθέσεως.

Και τέτοιος άλαλος ποιος είταν τότες παρά ο Γρηγόριος; Τον προσκαλέσανε λοιπόν από τη Ναζιανζό, εκεί που τον είχαμε αφησμένο, και δέχτηκε. Ήρθε στην Κωσταντινούπολη, τον αποδέχτηκε κάποιος του συγγενής, κι αμέσως του άνοιξαν παρακκλήσι και τονόμασαν της Αγίας Αναστασίας. Αυτό το παρακκλήσι έγινε μεγαλόπρεπη εκκλησιά κατόπι. Απ' αυτής της εκκλησιάς τον άμπωνα πρωτολάλησε μέσα στην Πόλη ο Γρηγόριος.

Δικό μου! της φώναξε χωρίς καλά καλά να σκεφτή. — Σαν είνε δικό σου πως δεν τόπιανες τόσον καιρό; τον ρώτησε με χαμόγελο εκείνη. Στάθηκε άφων' άλαλος ο Δημητράκης. Αλήθεια πως δεν τόπιανε τόσον καιρό; Η κόρη, βλέποντας την ταραχή του, γέλασε καλόκαρδα κι απίθωσε στο χέρι του το τρυποκάρυδο. — Πάρ' το, είπε. Και να ξέρης καλά από δω κι ομπρός.

Αλλ' ο υιός του, ο άλαλος εκείνος, εις την απειλητικήν θέαν του Πέρσου, καταληφθείς υπό φόβου και θλίψεως, εξέβαλε φωνήν και είπεν· «Ω άνθρωπε, μη φονεύσης τον ΚροίσονΑύται ήσαν αι πρώται λέξεις τας οποίας επρόφερε· και απ' εκείνης της ώρας ωμίλει μέχρι τέλους του βίου του.

Π.: Ελάτε να μας επισκεφθήτε. Και επειδή εγώ διετέλουν έτι άλαλος και ενεός εκ του θαυμασμού και της συγχύσεώς μου, και δεν απήντων εις την σιγηλήν εκείνην παράκλησιν: — Ω, ναι, σας παρακαλώ, ελάτε να μας επισκεφθήτε! — εφώνησεν η παρθένος, και ηρυθρίασεν αιδημόνως και εταπείνωσε τα βλέμματα, και λαβούσα την χείρα του πατρός ήρχισε να την θωπεύη τρυφερώς και ευγνωμόνως.

Μη εύχεσαι ν' ακούσης εις την κατοικίαν σου την ποθητήν φωνήν του ομιλούντος υιού σου· συμφερότερον σε είναι να μένη άλαλος, διότι θα ομιλήση πρώτην φοράν εις ημέραν δυστυχή

Αλλά κι' εκεί που πάντεχε μ' ασφάλια να γλυτρώση, 455 Ο μαύρος χάρος κι' άλαλος δεν έλειψε να σώση· Τι ο Λαδορρούφης νιόθοντας τον άναντρο σκοπό του, Κι' από μακριά τον πρόφτακε απάνω στο φυγιό του. Μια κονταριά σαν τώσυρε στα δρόμο τον γκρεμίζει, Κι' από το αίμα της πληγής η λίμνη κοκκινίζει· 460 Τα μέλη του ακίνητα κι' αλίγυγα τεντόνουν, Και το κορμί του το ψυχρό τα κύματα τ' αμπόνουν.