United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι με θέλεις, πατέρα; εψέλλισεν η Αϊμά. — Είσαι διά ταξείδι, είπεν ο Γύφτος. — Διά ταξείδι; επανέλαβεν ο Μάχτος απορηματικώς. — Θα υπάγης μαζύ με τους φίλους μου εκεί, είπεν αυθαδώς ο Πρωτόγυφτος, δείξας την θύραν. — Διά πού, πατέρα; ηρώτησεν ενεός ο Μάχτος. — Δεν είνε δουλειά σου, εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Σύρε να πλαγιάσης. Γμρου!

Ίστατο προ της συζύγου του ενεός και άφωνος, ως μη αναγνωρίζων αυτήν, ως παράφρων προς στιγμήν γενόμενος. — Λέγε μου λοιπόν! επανέλαβεν η Σοφία, με τι τας επλήρωσες; — Θα τας πληρώσω αύριον, . . απήντησε μηχανικώς ούτως ειπείν ο κερδοσκόπος. — Με τι; με τι; επέμενε κραυγάζουσα η νεαρά γυνή.

Δημήτρη! ανέκραξε τέλος συνερχομένη, και η φωνή της εβρόντησεν ως φωνή κατηγόρου, και η χειρ της υψώθη απειλητική. Πού τα ηύρες αυτά τα χρήματα; Ο πτωχός Δημήτρης έμεινε κατ' αρχάς ενεός και κατάπληκτος προ της αιφνιδίας μεταμορφώσεως της συζύγου του. Αλλ' αστραπή ταχεία, η αστραπή της υποψίας της Μαριώς, διέδραμεν αμέσως την διάνοιάν του, και ανακαγχάσας παταγωδώς.

Π.: Ελάτε να μας επισκεφθήτε. Και επειδή εγώ διετέλουν έτι άλαλος και ενεός εκ του θαυμασμού και της συγχύσεώς μου, και δεν απήντων εις την σιγηλήν εκείνην παράκλησιν: — Ω, ναι, σας παρακαλώ, ελάτε να μας επισκεφθήτε! — εφώνησεν η παρθένος, και ηρυθρίασεν αιδημόνως και εταπείνωσε τα βλέμματα, και λαβούσα την χείρα του πατρός ήρχισε να την θωπεύη τρυφερώς και ευγνωμόνως.

Ατμομηχανή συρίζουσα, και άμαξαι κατόπιν συρόμεναι πλήρεις ανθρώπων, και σιδηρά ελάσματα επί της οδού! — Μνήσθητί μου, Κύριε! ανέκραξεν ο Δημητράκης, και εσταυροκοπήθη. Κυκεών αληθής έγεινεν ο εγκέφαλός του, και έστη ενεός και άλαλος, μη δυνάμενος να συμβιβάση ό,τι έβλεπε με ό,τι είδε προ μικρού. — Μα το ναι, είπε, περίεργον πολιτισμόν έχουν αι Αθήναι.