United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και 'ςτά τραγούδια τα πολλά και 'ςτά πολλά τουφέκια, Άλλοι χρυσαίς δίνουν ευχαίς κι' άλλοι καλωτυχίζουν: — Χαρά 'ςτά δυο τα νηόγαμπρα, χαρά και 'ςτούς γονηούς τους! . . . Η ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΩΣ κ. Α. Προβελεγγίω Πλέν' η Μαριώ 'στόν ποταμό, πλένει ταις φορεσιαίς της.

Ακόμα λίγη ώρα, και ζύγωναν, και τους έπιαναν όλους τους κακόμοιρους τους νησιώτες. — Τράβα κατά το γιαλό, φωνάζει ο Παναγής. Ίσια στο γιαλό! Έτσι μπορεί να τσακώσουμε καμιά βάρκα. Κατεβήκανε στο γιαλό. Πατείς με πατώ σε όπου τύχαινε βάρκα. Ανέβαιναν ως τα μεσούρανα οι φωνές. — Μωρ' αυτή η δουλειά δε θα βγη πέρα έτσι, λέει της Μαριώς ο Παναγής.

Το ρετσινάτο και αυτό έτρεχε ρέμμα και η πολλή φλυαρία και τα τραγουδάκια έδειχναν μετά κάμποση ώρα, πως οι χωρικοί, άντρες και γυναίκες ετίμησαν καλά το συμπόσιο της κερά Μαριώς.

Μα κάθε στιγμή στον νου μου ερχόταν λυχνοσβύστης ο ίδιος συλλογισμός: — Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; Κ' έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο τον δρόμο που θα επήγαινε στο πηγάδι για νερό να της πάρω μια ματιά. Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ.

Και 'ςτής Μαριώς παν' το χωριό και δείχνουνε 'ςταίς κόραις Αράδα-αράδα την ποδιά, και την γνωρίζουν όλαις. Μέσα ςταίς άλλαις έρχεται και της Μαριώς η αράδα, Και κοκκινίζει από χαρά και παίρνει και την ζώνει. Τήνε γνωρίζουνε με μιας του βασιληά οι ανθρώποι, Και τήνε παίρνουνε μαζή, την φέρνουν 'ςτό παλάτι Παίρνουν αυτοί το τάμα τους, και ο βασιληάς την κόρη.

Δημήτρη! ανέκραξε τέλος συνερχομένη, και η φωνή της εβρόντησεν ως φωνή κατηγόρου, και η χειρ της υψώθη απειλητική. Πού τα ηύρες αυτά τα χρήματα; Ο πτωχός Δημήτρης έμεινε κατ' αρχάς ενεός και κατάπληκτος προ της αιφνιδίας μεταμορφώσεως της συζύγου του. Αλλ' αστραπή ταχεία, η αστραπή της υποψίας της Μαριώς, διέδραμεν αμέσως την διάνοιάν του, και ανακαγχάσας παταγωδώς.

Αναστρέφεται εις τον ευδαίμονα μαγικόν κόσμον των παραδόσεων και γράφει τον Ήλιο και την Νύχτα», την «Νησιωτοπούλα», ήτις μας ενθυμίζει τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον του Μουσαίου, «το Νεραϊδόπαιδο», «την Τραγουδίστρα και τον Βασιληά», και «την Ποδιά της Μαριώς» ήτις έχει ομοιότητα προς την Σταχτοπούταν κλ.

Ενθυμήθη τότε την παραγγελίαν της Μαριώς, ενθυμήθη ότι έπρεπε ν' αγοράση άρτον διά τα τέκνα του· και ετράπη προς την αγοράν. Αλλάκακή μοίρα! — εκεί προ της αγοράς έχαινε παρά την οδόν η θύρα καπηλείου, και προ της θύρας ίστατο φίλος παλαιός, βλάμης του Δημήτρη, ο κυρ Θοδωρής. — Βρε, καλότο Μήτρο! Σκόλη έχεις και συ; Κάτι χαρούμενος;

Εν τέλει προτρέποντες τον χαρίεντα ποιητήν των Αγροτικών να δοκιμάση εις το στάδιον της γλώσσης την έμπνευσιν του δαιμονίου του, αναγινώσκομεν εκ των ποιημάτων αυτού «την Ποδιά της Μαριώς» .. Μετά την ανάγνωσιν του ποιήματος τούτου εξήτασε τας δύο βραβευθείσας συλλογάς ο κ.

Έκαμα τρισάγιο της μάνας μου, άναψα ένα κερί στην ψυχή του πατέρα μου, έρριξα και δυο ματιές στην παλιά μου αγάπη. Στη δεύτερη ματιά έφριξα ολόκορμος. — Ποιος ξέρει, επικροσυλλογίσθηκε· ποιος ξέρει αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; Ο πατέρας της ο καπετάν Πάραρης ήταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος του δικού μου.