United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βρυκολάκιασεν η Κουκκίτσα! Νά! Δεν σας τάπα εγώ; ανέκραξε μία μεσόκοπη, τινάζουσα την σκούπαν της. Την επαύριον, την οπτασίαν αυτήν, αφού πλέον είχε διαδοθή, ο μπάρμπα- Γιωργάς την εξωμολογείτο εις τον ίδιο τον παπά-Κονόμο. — Νά, όπως με βλέπεις και σε βλέπω, παπά μου. Τι θα πη! Δε θυμούμαι εγώ την Κουκκίτσα που την πήγα εγώ τόσαις φοραίς στο μανδρί μου με το ζω; — Και άναπτε τα καντήλια;

Ο Χίλων, αφού διέκρινεν εις την γωνίαν του θαλάμου κλίνην, και επί της κλίνης ταύτης τον Βινίκιον, διηυθύνθη προς τον τριβούνον, χωρίς να παρατηρήση κανένα, πεπεισμένος ότι πλησίον εκείνου ήτο περισσότερον ασφαλής ή πλησίον άλλου. — Ω! αυθέντα, διατί δεν ηκολούθησες τας συμβουλάς μου; ανέκραξε σταυρώσας τας χείρας. — Σιώπα, είπεν ο Βινίκιος, και άκουσον.

Είδεν ο Θεός τον πόνον σου και σου στέλλει μικράν βοήθειαν, είπεν ο αγαθός ιερεύς. Ο γυιός σου, σου γράφει από την Αμερικήν. — Απ' την Αμέρικα ; ο Γιάννης! ο Γιάννης με θυμήθηκεν; ανέκραξε περιχαρής, ποιούσα το σημείον του Σταυρού η γραία. Και είτα προσέθηκε·Δόξα σοι ο θεός! Ο ιερεύς έβαλε τα γυαλιά του και εδοκίμασε ν' αναγνώση.

Πλάνα, πλάνα! ανέκραξε μειδιών ο ιατρός· και ανοίγων την επιστολήν του συναδέλφου του εστράφη προς το δωμάτιόν του. Η Κυρά Λοξή σύρουσα τον τυφλόν, έρριψε βλέμμα θριαμβευτικόν επί της μαγειρίσσης, και ηκολούθησεν εις το δωμάτιόν του τον ιατρόν αναγινώσκοντα την επιστολήν. Ιδού το περιεχόμενόν της: «Σεβαστέ μου και φίλε καθηγητά. «Σας συνιστώ ενθέρμως την επιφέρουσαν το παρόν.

Ο Κ. Πλατέας εκτύπησε το μέτωπόν του διά της ανοικτής παλάμης. — Πού έχω τον νουν! ανέκραξε. Με συγχωρείς, αδελφέ. Από τα οπίσω καθώς τας έβλεπα τώρα, δεν διακρίνονται, και ελησμόνησα ότι της μεγαλειτέρας το πρόσωπον δεν εμπνέει τον έρωτα. Η μικρά όμως... δεν σου λέγω! Είναι νοστιμωτάτη! Η εκλογή σου καλή! Ο Λιάκος ήκουε σιωπών.

Ουχ ήττον, επέμενε τοσούτον εις την τοπογραφικήν εξήγησιν, και τοσάκις επανέλαβε τας οδηγίας του, ώστε βαρυνθείσα η γραία ανέκραξε μετ' ανυπομονησίας, «Καλά, καλάΉτο δε πράγμα ασύνηθες δι' αυτήν να επαναλάβη δις την αυτήν λέξιν. Εις τα Βαπόρια δεν υπήρχε ψυχή γεννητή, ώστε ο Κ. Πλατέας ηδυνήθη να εξακολουθήση ατάραχος την σειράν των σκέψεών του. Αληθώς πολλήν σειράν δεν είχον.

Διά τούτο ο δημογραμματεύς με την πέννα πάντοτε εις χείρας μαθών ότι οι συγγενείς της γραίας Αχτίτσας εις μάτην τον ανεζήτουν έχοντες έτοιμον τον ιερέα να τον στεφανώσωσι μίαν νύκτα, ανέκραξε: — Λάδι πάλιν ο κυρ-Δημάκης!

Μπα, Παναγία μου! ανέκραξε, προσηλούσα τον μονάκριβον αυτής οφθαλμόν εις τας προμηθείας του συζύγου της, τι τα ήθελες όλ' αυτά τα πράγματα, Ορέστη; — Πώς, τι τα ήθελα; και τι θα φάγουν το λοιπόν οι προσκεκλημένοι; — Τι θα φάγουν; μη δα τους έχομεν τραπέζι; — Δεν τους έχομεν τραπέζι, αλλά θα ήνε άνοστον πράγμα να τους αφήσωμεν να φύγουν νηστικοί, . . . περασμένα τα μεσάνυκτα.

Νά το σπιτάκι μας! ανέκραξεν η Θωμαή. Με τα σφαλισμένα παραθυράκια του, σαν λυπημένον, με τα σφαλιστό μαγαζάκι του, σαν έρημο! Τo καϋμένο το σπιτάκι μας! Ποιος να του τώλεγε, πως θα τ' ανοίξουμε πάλιν! Ο Λαλεμήτρος συνεκινήθη από του χαρμοσύνου της πατρίδος του θεάματος και έκλαιε τα δάκρυα της χαράς του. — Νά και το αμπελάκι μου! ανέκραξε μετ' ολίγον η Θωμαή πάλιν.

Βραχεία παρήλθεν ώρα, και η σκαμπαβία είχεν απομακρυνθή τόσον, ώστε μόλις εφαίνετο εις το βάθος του αχανούς ορίζοντος ως μέλαν κυμαινόμενον σημείον και ως μαύρη κηλίς επί της επαργύρου επιφανείας της θαλάσσης. — Τώρα να το βάλουμε στα κουπιά! ανέκραξε μετά φαιδράς χάριτος το Λιαλιώ. Ο κυρ-Μοναχάκης ήτο τω όντι επί της σκαμπαβίας, και η νοσταλγός δεν είχεν απατηθή.