Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Νά το σπιτάκι μας! ανέκραξεν η Θωμαή. Με τα σφαλισμένα παραθυράκια του, σαν λυπημένον, με τα σφαλιστό μαγαζάκι του, σαν έρημο! Τo καϋμένο το σπιτάκι μας! Ποιος να του τώλεγε, πως θα τ' ανοίξουμε πάλιν! Ο Λαλεμήτρος συνεκινήθη από του χαρμοσύνου της πατρίδος του θεάματος και έκλαιε τα δάκρυα της χαράς του. — Νά και το αμπελάκι μου! ανέκραξε μετ' ολίγον η Θωμαή πάλιν.

Ξέρεις τίποτα, καπετάν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων να παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα σου βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που γυρεύεις! Να λες, αμάν, τι είνε τούτα;

Γεμάτο άστρα ελπίδες που ανέτειλε Για να σκεπασθή αμέσως με σύννεφα. Από το μέλλον μου φωνάζει μια φωνή : — Εμπρός! — Αλλά προς το Παρελθόνερεβώδη άβυσσοντο πνεύμα μου πτερυγίζει, σιωπηλόν, ακίνητον, λυπημένον. Γιατί, ωιμέ! ωιμέ! για μένα Το φως της ζωής έσβυσε. «Ποτέ πια, ποτέ πια, ποτέ πια, — Λέει η θάλασσα με επίσημο τόνο στην αμμουδιάΤο κεραυνοβολημένο δένδρο δεν θ' ανθίση.

Και μετ' ολίγας ημέρας, όταν έφθασαν πλησίον εις την βασιλεύουσαν της Ινδίας, εβγήκεν ο βασιλεύς Αϊδήν ο αδελφός του εις προϋπάντησιν με όλους τους άρχοντας της Συγκλήτου, και δείχνοντας του μεγάλας δεξιώσεις και περιποιήσεις, του διώρισεν ένα παλάτι αντίκρυ από το ιδικόν του, οπού ανάμεσα εις τα δύο παλάτια ήτον ένα ωραιότατον περιβόλι εις περιδιάβασιν της βασιλίσσης της Ινδίας· και βλέποντας ο Αϊδήν τον αδελφόν του πολύ λυπημένον, και μη ηξεύροντας την αιτίαν της λύπης, εστοχάζετο λυπείται ευρισκόμενος μακράν από την βασίλισσαν την γυναίκα του, και διά τούτο μετά δύο ημέρας διώρισε να υπάγουν εις το κυνήγι, δύο ημερών δρόμον έξω από την βασιλεύουσαν.

Ποτέ έως τότε δεν τον είχεν ίδη η μητέρα του τόσον θαρρετόν, αλλά και τόσον λυπημένον. Εκάθησε πλησίον της και της αφηγήθη τας στενοχωρίας και τας θλίψεις του, και πως ο Θωμάς είχε θρονιασθή προ της θύρας και του ήτο αδύνατον πλέον και να βλέπη απλώς την Πηγήν.

Και αυτός ο Καίσαρ έστρεψε προς αυτούς τα λυπημένον πρόσωπόν του και επλησίασε τον σμάραγδον εις τον οφθαλμόν του να τους ίδη καλλίτερον.

Αλλά το φέγγος χάνεται Της σελήνης· σε αφίνω· Πάλιν θέλω σε ειδείν Ότε η ζωή σου λείψει, Και τότε μόνον. Με την ευχήν μου ύπαγε· Άλλο δεν λέγω· θέλω Εις την συνείδησίν σου Τα λοιπά φανερώσειν Ύστερον . . . χαίρε. . . Τέκνον μου χαίρε .. — Πρόσμενε, Τον υιόν λυπημένον Μη παραιτήσης. Έπεσε Και μένουν οι οφθαλμοί μου Εις βαθύ σκότος.

Η λευκή κόμη του είχεν ενωθεί με την γενειάδα του, και ο ήλιος ο οποίος διεπέρα τα παραπετάσματα, έλουε το λυπημένον του μέτωπον με άφθονον φως. Και της Ηρωδιάδος το μέτωπον είχε ρυτίδας. Ιστάμενοι δε απέναντι ο είς του άλλου, εβλέποντο με ύφος αγριωπόν. Τώρα οι δρόμοι των βουνών ήρχισαν να βρίθουν κόσμου. Βοσκοί εκέντριζον βους, παιδία έσυρον όνους, ιπποκόμοι ωδήγουν ίππους.

Ο βεζύρης επήγε να δώση είδησιν της Χαλιμάς, πως την έταξε του βασιλέως· η Χαλιμά εδέχθη τούτο το χαροποιόν μήνυμα με μεγάλην αγαλλίασιν, και ευχαρίστησε τον πατέρα της πολύ· αλλά βλέποντάς τον πολύ λυπημένον του λέγει, διά να χαρή, και να μη λυπάται διότι την υπάνδρευσε με τον βασιλέα, ούτε θέλει μεταννοήσει εις τούτο, μάλιστα να είνε βέβαιος, ότι θέλει χαρή εις το επίλοιπον της ζωής του.

Και φθάνοντας εις το σπίτι του τον εδέχθησαν τα παιδιά του και η γυναίκα του μετά χαράς μεγάλης· αλλά βλέποντάς τον έτσι λυπημένον συνεπέραναν ότι θα του συνέβη κάτι εις το ταξείδι του· και όταν έμαθον παρά του ιδίου τα όσα του συνέβησαν με το Τελώνιον έπεσαν όλοι εις μεγάλην λύπην και θρήνον απαρηγόρητον, και μάλιστα διά τον όρκον, που ήτο αδύνατον να τον παραβή, όθεν και το συμβάν εφαίνετο αθεράπευτον.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν