United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα οι πιστοί όλοι με αναμμένας λαμπάδας εξήλθον εις το ύπαιθρον, υπό το αμαυρωθέν φέγγος της φθινούσης σελήνης, ενώ η αυγή έλαμπεν ήδη ροδίνη και ξανθή, προπέμποντες τον Επιτάφιον αγλαόφωτον με σειράς λαμπάδων.

Ο έτερος ήτο ανήρ εξηκοντούτης, λίαν σοβαρός το ήθος και κόσμιος την αναβολήν. Εκ πρώτης όψεως, αν και ήτο νυξ, το δε φέγγος της σελήνης μόλις κατέβαινε διά των πυκνών κλώνων των δένδρων εις τας δύο ταύτας μορφάς, εκ πρώτης όψεως ηδύνατό τις να νοήση την διαφοράν, την απόστασιν, το χάσμα, όπερ υπήρχε μεταξύ των δύο τούτων ανδρών.

Ορισμός σας, άρχων. — Τώρα, δος μοι την επιστολήν. — Ευθύς, άρχων. Ο Θεόδωρος ήνοιξε το περιστήθιόν του και εκβαλών εσφραγισμένον φάκελλον, ενεχείρισεν αυτόν εις τον άρχοντα. Ούτος τον έλαβε και υπό το φέγγος της σελήνης ανέγνω την επιγραφήν. — Έχει τις υμών δάδα; ηρώτησεν ακολούθως.

Και μετ' ολίγον εν τη σιγή της νυκτός, υπό το παμφαές φέγγος της πανσελήνου του Δεκεμβρίου ηκούετο φαιδρόν άσμα πτερυγίζον εδώ κ' εκεί ως να προσέπαιζεν εντός της ομίχλης των ελαιοδένδρων. Όλαι ηκροώντο. Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό, κ' η μάννα τς δεν το ξέρει, πως έκαμε γαμπρό. Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθή κι' η μάννα τς δεν το ξέρει, πως θα στεφανωθή.

Είχε λάβει μεθ' εαυτού μίαν κιθάραν, το απαραίτητον τούτο εφόδιον όλων των ερωτευμένων, και κατά πάσαν νύκτα υπό το φέγγος της Σελήνης εξήγειρε τας θαλασσίας ηχούς διηγούμενος τον πόνον του εις τας ποντιάδας αύρας και εις τας απογείους.

Έξω υπό το φέγγος της σελήνης, δεξιόθεν του ναΐσκου, έβρεμε γενναίον πυρ, και ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ο εκ των πλησιοχώρων της πολίχνης ελθών ποιμήν, είχεν οβελίσει ήδη έναν αμνόν και τον έψηνε.

Το προσεχές θέρος θα εγίνοντο οι γάμοι· συχνά εκουδούνιζαν τα αυτιά του, όσες φορές εμιλούσαν γι' αυτό οι φίλοι του. Μέσα εις τον Μύλον ήτο φέγγος και θαλπωρή ηλίου, έθαλλε το ωραιότερον των Άλπεων Ρόδον, η φαιδρά, η μειδιώσα Μπαμπέττα, ωραία ως η ερχομένη Άνοιξις, η Άνοιξις, που κάνει τα πουλιά να κελαϊδούν θέρος και γάμον.

Πριν εξέλθωσι διά τον υπό το φέγγος της σελήνης περίπατον προς τον Κήπον της Γεθσημανή, πάλιν ωμίλησεν αυτοίς. «Εγώ ειμι η Άμπελος η Αληθινή και ο Πατήρ Μου ο Γεωργός εστι». Δεν είνε ανάγκη να εύρωμεν άμεσόν τινα περίστασιν σχετιζομένην με την μεταφοράν και την εικόνα ταύτην, εκτός του «καρπού της αμπέλου», εξ ου είχε μετάσχη.

Αλλά το φέγγος χάνεται Της σελήνης· σε αφίνω· Πάλιν θέλω σε ειδείν Ότε η ζωή σου λείψει, Και τότε μόνον. Με την ευχήν μου ύπαγε· Άλλο δεν λέγω· θέλω Εις την συνείδησίν σου Τα λοιπά φανερώσειν Ύστερον . . . χαίρε. . . Τέκνον μου χαίρε .. — Πρόσμενε, Τον υιόν λυπημένον Μη παραιτήσης. Έπεσε Και μένουν οι οφθαλμοί μου Εις βαθύ σκότος.

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ Ω σεις της χώρας τούτης πολυτιμημένοι, τι έργα θεν’ ακούσετε και τι θα ιδήτε, τι θλίψι θενά πάρετε, αν τω όντι δίκαια σας νοιάζει για το σπίτι του Λαβδάκου. Γιατί δεν θα το πλύνουνε απ’ τα κρίματά του το σπίτι τούτο τα πλατύτερα ποτάμια, τα κρίματα που κρύβονται, μα που θενά ’βγουν γλίγωρα, πολύ γλίγωρα στου ήλιου το φέγγος.