United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάμε όπως θέλεις, είπεν η Αϊμά. Ο Τρέκλας απεσφράγισε τον φάκελλον, και έκοψε τον χάρτην εις δύο. Είτα εσχημάτισε δύο μικρούς κυλίνδρους. Εν τω μεταξύ δε το βλέμμα του έπεσεν εις το περιεχόμενον της επιστολής, και καλέσας εις βοήθειαν τα ολίγα μαθήματα αναγνώσεως, άτινα είχε διδαχθή κατά την παιδικήν του ηλικίαν εις την Οκτώηχον παρά του ψάλτου της ενορίας του, ανέγνω τα εξής: «Αδελφή μου Αϊμά.

Τέλος, μίαν πρωίαν, ήλθε γράμμα, με μέγαν χρωματιστόν φάκελλον, με πολλάς σφραγίδας και γραμματόσημα όχι ολίγα. — Καλώς ταδέχτης, καλώς ταδέχτης, γειτόνισσα. — Καλώς ταδέχτης, εξαδέλφη. — Ευχαριστώ, καλό νάχετε. Η Ασημήνα είχε μεγάλες χαρές, ομοίως και η Αφέντρα, η κόρη της.

Η Χριστίνα ηναγκάσθη θέλουσα και μη θέλουσα να την δεξιωθή, ενώ εγώ, υποκρινόμενος ότι θέλω ν' αφήσω τας κυρίας να είπωσι τα ιδιαίτερα των, απεσυρόμην εις το γειτονικόν δωμάτιον, αφού έλαβα αναφανδόν τον φάκελλον από τον καθρέπτην. Αι χείρες μου έτρεμαν όταν τον ήνοιξα.

Ορισμός σας, άρχων. — Τώρα, δος μοι την επιστολήν. — Ευθύς, άρχων. Ο Θεόδωρος ήνοιξε το περιστήθιόν του και εκβαλών εσφραγισμένον φάκελλον, ενεχείρισεν αυτόν εις τον άρχοντα. Ούτος τον έλαβε και υπό το φέγγος της σελήνης ανέγνω την επιγραφήν. — Έχει τις υμών δάδα; ηρώτησεν ακολούθως.

Τι παραγγελίαν; — Ένα γράμμα. — Αυτό γίνεται. Ο ξένος εξέβαλεν εκ του κόλπου του μικρόν φάκελλον και το ενεχείρισεν εις τον Τρέκλαν. Ούτος λαβών αυτόν είπεν·Αύριον θα φροντίσω, ησύχασε. — Ω, να είξευρες πόσον καλόν θα μου κάμης! Και τω έδωκε δεύτερον νόμισμα. — Ω, ω, είπεν ο Τρέκλας, ήρχισε βλέπω να φέγγη. Και εστράφη κωμικώς προς ανατολάς, ως να εζήτει να ίδη αν υπέφωσκε πράγματι η ημέρα.

Τέλος, αφού περιέφερε βλέμμα εις τους τεσσάρας φράκτας και εις τας τέσσαρας γωνίας του κήπου, εστράφη προς το μαγγανοπήγαδον, έβγαλεν από την εσωτερικήν τσέπην του επενδύτου μικρόν φάκελλον και τον ενεχείρισεν εις τον μπαρμπα -Γιώργην τον Απίκραντον. Ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος έλαβε τον μικρόν φάκελλον και στραφείς προς τους δύο συντρόφους του, ήρχισε να διερευνά το περιεχόμενον.

Ουδ' ήτο πλέον δυνατή εις την περίπτωσιν ταύτην η εφαρμογή του συστήματός μου ν' ανέχωμαι τα πάντα εν σιωπή εκ φόβου χειροτέρων, αφού πιθανώτατον ήτο ότι περιείχετο εις τον φάκελλον εκείνον η απόδειξις, ότι δεν έμεναν άλλα χειρότερα να φοβηθώ.

Τι διάβολο! όλους τους έχεις φίλους; είπεν ο Σκούντας. — Και διά να πεισθής, ιδού. Ο Τρανταχτής ήνοιξε το περιστήθιόν του και εξήγαγε φάκελλον εκ του κόλπου. Έσυρε δε ένδοθεν του φακέλλου χαρτίον και το έδωκεν εις τον Σκούνταν. — Ιδού, διάβασε, είπεν. Ο Σκούντας ανέγνω την εξής επιστολήν: «Αγαπητέ μοι εν Χω αδελφέ.

Μετά μικρόν εισήλθον εις την αίθουσαν των ξένων πάντες οι μοναχοί με τα πρόσωπα αυτών τα ωχρά και τα βλέμματα τα απλανή πλην περίεργα και τους πώγωνας τους μακρούς. Ο αρχηγός εξήγαγεν ήδη ογκώδη φάκελλον, ον προσεπάθει ν' ανοίξη, οι δε μοναχοί προσήγγιζον εν κύκλω διά ν' ακούσωσιν. Ήτο εκεί ο κηπουρός με τον μικρόν σκαλιστήρα, διακόψας την εργασίαν του.

Αλλά πώς να σου το δώσω; — Δεν ειμπορείς απ' την κλειδότρυπα; είπεν η Αϊμά. — Να δοκιμάσω, απήντησεν ο Τρέκλας. Και σχηματίσας τον φάκελλον εις λεπτόν κύλινδρον, επειράθη να εισαγάγη αυτόν διά της οπής. Μετά πολλούς αγώνας, ουδέν κατώρθωσεν. — Είνε μπατάλικο το γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. Πολύ χονδρό χαρτί. — Τώρα πώς να γείνη; — Θέλεις να το ξεβουλλώσω, και να το κόψω εις δύο;