United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον ηρώτησε περί του συντέκνου του. Ο σύντεκνος δεν ήτο εις το χωρίον. Ανεχώρησε προ έτους.― Ηρώτησεν αν ήλθεν ο κηπουρός μας με τας δύο ημιόνους; Ούτε χωρικός ήλθεν ούτε ημίονοι εφάνησαν.― Ηρώτησε διατί η κίνησις και πόθεν οι οπλοφόροι; Οι οπλοφόροι ήσαν Σάμιοι φεύγοντες τους Τούρκους και ο Λογοθέτης ήτο μετ' αυτών. Ο Λογοθέτης εντός του χωρίου διωκόμενος υπό των Τούρκων!

Εν τούτοις κηπουρός τις υπήρχεν, αλλά και ούτος, αν είχε τινα ικανότητα, ήτο αύτη διά παν άλλο έργον πλην του έργου του κηπουρού. Ο άνθρωπος ούτος, γνωστός ήδη εις τον αναγνώστην, κατώκει παρά το ρεύμα, εντός καλύβης τινός, ήτις άλλοτε ήτο αχυροσκεπής, ως εφαίνετο εκ της ολίγης καλάμης, ήτις εσώζετο έτι επί της στέγης της.

Είμαι φτωχός άνθρωπος, απήντησε διά κλαυθμηράς φωνής ο Τρέκλας, ιδών ότι δεν ηδύνατο του λοιπού να υποκρίνεται τον νεκρόν. — Και τι κάμνεις εδώ; — Κοιμάμαι, απήντησεν αστείως ο Τρέκλας. — Πώς ευρέθης εδώ, τέτοιαν ώραν; — Εδώ έτυχε να νυκτωθώ, απήντησεν ψευδόμενος ο Τρέκλας. — Μήπως είσαι υπηρέτης του μοναστηρίου; — Είμαι κηπουρός. — Λοιπόν εδώ κάθεσαι, και μη λέγης ότι έτυχες.

Ο κηπουρός και τα τέκνα του Κύριος οίδε πού επωλήθησαν καί τινος Τούρκου αγοραστού εκαλλιέργησαν τους κήπους! Αλλ' οι γέροντες, και μάλιστα ο κωφός , δεν είχον αξίαν. Τις να τους αγοράση, και προς τι; Τοιούτοι αιχμάλωτοι δεν πωλούνται, σφάζονται. Είθε να ήτο σύντομον το μαρτύριόν των! Δεν ήσαν τουλάχιστον έγγαμοι, και δεν τους εθρήνησαν ούτε χήραι, ούτε ορφανά.

Μετ' ολίγον θα γείνω κύριος του κήπου· ο κηπουρός με ευνοεί, αν και είναι μόλις δύο τρεις ημέραι που εγνωρίσθημεν, και δεν θα περάση κακά. 10 Μαΐου. Θαυμαστή ευθυμία κατέλαβεν όλην την ψυχήν μου, ομοία προς τας γλυκείας πρωίας της ανοίξεως τας οποίας απολαύω με όλην μου την καρδίαν. Είμαι μόνος και χαίρομαι την ζωήν μου εις αυτήν την χώραν, η οποία επλάσθη διά τοιαύτας ψυχάς σαν την ιδική μου.

Μετά κάμποσα έτη ακαταπόνητου εργασίας ο Αντωνέλλος κατεβλήθη και ηναγκάσθη ν' αφήση το πλοίον. Με πολύν κόπον απεχωρίσθη, από το «αγαπητό του πλεούμενο» καθώς τ' ωνόμαζε, από την θαλασσινήν του Μπέλλαν διά ν' αφοσιωθή εξ ολοκλήρου εις την αδελφήν, την Μπέλλαν του της ξηράς. Διά να μην κάθηται δε, έγεινε κηπουρός.

Εις τοιαύτην περίπου κατάστασιν ευρίσκετο και η ημετέρα ηρωίς, ότε εσπέραν τινά, ενώ εκάθητο παρά το χείλος του ιχθυοτροφείου μοιράζουσα μελαγχολικώς το δείπνον της εις τους κυπρίνους, επλησίασεν αυτήν μυστηριωδώς ο κηπουρός της Μονής, και στρέψας κύκλω ανήσυχα βλέμματα, ενεχείρισεν αυτή μυστηριωδώς επιστολήν γεγραμμένην διά πορφυράς μελάνης επί λεπτού δερματος Θνησιγενούς αρνίου.

Ο κηπουρός, ο μπαρμπα-Νικόλας ο Χλωρής, από τεσσαρακονταετίας δεν είχε παύσει να καλλιεργή τον κήπον, αλλ' ενώ όλον τον άλλον καιρόν τα είχε καλά με τον ιδιοκτήτην, τον κυρ- Χαράλαμπον, εις τας παραμονάς πάσης εκλογής εμάλλωναν κ' εγίνοντο από δύο χωριά. Εις τα πολιτικά ο κυρ-Χαράλαμπος εχύνετο έως της μασχάλαις, ο μπαρμπα-Νικόλας έως τον λαιμόν.

Εις τας παραμονάς δε εκάστης εκλογής, εάν ο ιδιοκτήτης ηρώτα απλώς τον μπαρμπα-Νικόλαν, αν την φοράν ταύτην θα είνε με το αυτό κόμμα, ο γέρων κηπουρός εφουρκίζετο τόσον, ώστε άφηνε τον κήπον έρημον και έφευγεν, εωσού μετά τας εκλογάς επήρχετο η συνδιαλλαγή και η επάνοδος εις τον κήπον.

Ένα πρωί ο Άνθιμος, μετά τη λειτουργιά, επήγε στο κελλί του κ' εκάθισε στο μπάγκο του, να μπαλώση κάτι παπούτζια του φίλου και αγαπημένου του, του Σταυράκη του περιβολάρη. Είχε κάμη ο Σταυράκης στρατιώτης πολλά χρόνια, ύστερα πήγε στο Μοναστήρι κ' έγεινε κηπουρός.