United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά τούτο ο μπάμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος εφρόντισε κ' εύρεν ένα καλόν κηπουρόν εργατικόν και δραστήριον προς ον εμίσθωσε το περιβόλιον μετά τον θάνατον του αγαθού κηπουρού.

Εστάθην ακίνητος παρά τον τοίχον, προσέχων μη ηκούσθη του πηδήματός μου ο κρότος. Σιωπή περί εμέ άκρα. Ούτε σκύλου γαύγισμα, ούτε φωνή ανθρώπου. Ολίγα βήματα με εχώριζον από την κατοικίαν του κηπουρού. Η θύρα ήτο κλειστή, αλλ' έστρεψα τον μάνδαλον και ευρέθην εντός της καλύβης.

Και αυτός και η αδελφή του δεν είχον ουδαμώς λησμονήσει την μητέρα μου, η δε μνεία μόνη του ονόματος της ήνοιξε τας θύρας της οικίας των εις την πτωχήν του κηπουρού θυγατέρα. Την ηρώτησα τι έγεινεν ο πατήρ της. Δεν εγνώριζεν η δυστυχής. Απεχωρίσθησαν καθ' ην ώραν σπείρα Τούρκων επέπεσεν εις του πύργου μας την περιοχήν. Έφυγεν εκείνη μετ' άλλων γυναικών, ο δε γέρων Κύριος οίδεν αν έζη ή απέθανε.

Εξήλθομεν της καλύβης και διηυθύνθημεν εν σιωπή προς την άκραν του κήπου, υπό την γνωστήν μηλέαν. Έδειξα εις τον γέροντα το σημείον. Το ενθυμούμην καλώς. Ενόμιζα ότι βλέπω εισέτι τον πατέρα μου σκάπτοντα αντικρύ μου, και τους δύο σάκκους εις το χείλος του ανοιγομένου λάκκου. Του κηπουρού η αξίνη εκτύπησε το χώμα και αντήχησεν εις τον κήπον ο υπόκωφος κρότος. ― Μη μας ακούσουν, Γιάννη. Σιγά σιγά!

Διότι δεν υπήρχε μόνη η Μανιά γραία εις το χωρίον. Ήτο η γρηά Κομνιανάκαινα, κατοικούσα εις μικράν καλύβην αμέσως εντός της πύλης του φρουρίου. Αυτή πρώτη ήκουσε το μαντάτον από τους δύο παραγυιούς του κηπουρού, του Κωνσταντή του Άγγουρα, οπού εμβήκαν το βράδυ στο Κάστρον.

Εν τούτοις κηπουρός τις υπήρχεν, αλλά και ούτος, αν είχε τινα ικανότητα, ήτο αύτη διά παν άλλο έργον πλην του έργου του κηπουρού. Ο άνθρωπος ούτος, γνωστός ήδη εις τον αναγνώστην, κατώκει παρά το ρεύμα, εντός καλύβης τινός, ήτις άλλοτε ήτο αχυροσκεπής, ως εφαίνετο εκ της ολίγης καλάμης, ήτις εσώζετο έτι επί της στέγης της.

Οποία ήτο η έκπληξίς μου ότε, ανοιχθείσης της θύρας και πριν εισέτι προφθάσω ν' αρθρώσω την ερώτησιν, την οποίαν προητοίμαζα καθ' οδόν, ήκουσα φωνήν γυναικείαν : ― Ο υιός της είναι, ο υιός της! Και κατέβη πηδώσα ανά δύο τας βαθμίδας η κράξασα τας χαρμοσύνους λέξεις. Ήτο του κηπουρού μας η θυγάτηρ. Φυγούσα εκ Χίου διεσώθη εις Τήνον, όπου την προσέλαβεν ως υπηρέτριαν ο Μαυρογένης.

Ποσάκις άρα γε οι τας γραμμάς αυτάς αναγινώσκοντες δεν ηγανάκτησαν, ακούσαντες αίφνης, εν παραδείγματι, τον ράπτην των λέγοντα μετά ιλαρού μειδιάματος· δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι! διότι παρετήρησαν εις αυτόν, ότι αι χειρίδες του καινουργούς των επενδύτου ήσαν βραχύτεραι του πρέποντος, ή ότι τα κομβία του ήσαν παράχροα; Ποσάκις δεν ωργίσθησαν, ακούσαντες το αυτό παρά του χρωματιστού της οικίας των, κηλιδώσαντος διά του χονδρού του χρωστήρος τας ζωγραφίας του τοίχου, ή παρά του κηπουρού των, καταστρέψαντος εν βία διά της σκαπάνης του τρυφερόν δενδρύλλιον, ή παρά του υπηρέτου των αλλ' αντ' άλλων εκτελέσαντος;