United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά τον αυτόν τρόπον το τρυφερόν αίμα εξακοντιζόμενον διά των μελών του σώματος, οσάκις μεν οπισθοδρομικώς ορμά προς το βάθος, αμέσως κατέρχεται ρεύμα αέρος με ορμητικόν φύσημα, οσάκις δε εκείνο αναπηδά επάνω, πάλιν ο αήρ εξ ίσου οπίσω εξέρχεται». Ταύτα λοιπόν λέγει ο Εμπεδοκλής περί της αναπνοής.

Έπειτα δε, όταν μεν το τρυφερόν αίμα ορμήση προς τα κάτω, ο αήρ φυσών καταβαίνει εντός με ρεύμα ορμητικόν, όταν όμως το αίμα αναπηδά επάνω, εξέρχεται πάλιν ο αήρ, όπως όταν κόρη παίζη με κλεψύδραν εκ λείου χαλκού κατεσκευασμένην.

Κατόπιν ηκολούθησε και η Κρατήρα. Οι κτύποι και αι φωναί επανελήφθησαν. — Νά! Νά! Νά! Και μετά μικρόν επανήλθεν ο Μπάρμπα Σταύρος ωχρός από της οργής, κρατών εις χείρας τεθραυσμένον το τσιμπούκιον και ψελλίζων: — Κρίμα ς' το γουρουνόπουλο! Κατόπιν του ανέβη ο Κομποδήμος έχων εις χείρας του την κεφαλήν του χοιριδίου με ροδισμένον εδώ κ' εκεί το τρυφερόν δέρμα και λέγων: — Μπρε τα παληόγατα!

Αλλ' ενώ ήτο έτοιμος ν' απέλθη, πάλιν έλεγε μέσα του: «Ας καθίσω ακόμα λίγο», και πάλιν «ακόμα λίγο», και είχε γείνει μεσονύκτιον ήδη χωρίς να αισθανθή τον κόπον. Διότι το τρυφερόν και σεμνόν της ψαλμωδίας μεγάλως τον έτερπε.

Αριστερά εκινούντο αιδημόνως ως καλημερίζοντα τας τρεις γυναίκας τα ευεργετικά λήια, τα καταπράσινα σπαρτά, αποτελούντα ελαφρότατον μορμυρισμόν ηδύτατον εις την ακοήν. Εδώ κ' εκεί αι ελαίαι εδείκνυον τα λευκά άνθη των «μπαμπάκι μοναχό», εφ' ων επακκουμβώσιν αι ελπίδες και τα όνειρα των κατοίκων. Ω! εις έν άνθος τρυφερόν στηρίζει ο πατήρ το παρόν και η παρθένος το μέλλον.

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αχ! θα σ' αφήσω· η 'μέραις μου, αγαπητή μου, εκλείσαν· η οργανικαίς μου δύναμες σχεδόν εσταματήσαν·του κόσμον τούτου ταις χαραίς, ω φως μου, συ θα ζήσης αγαπημένη, δοξαστή, και ίσως θ' αποκτήσης άνδρα ως εμένα τρυφερόν

Και ο απλούς ούτος στολισμός παρείχε μεγάλην χάριν, μεμιγμένην με άρρητον τρυφερόν θέλγητρον, εις το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον, εμπνέων εις τον επισκέπτην μεγάλην επιθυμίαν να δρασκελίση το κατώφλιον, να εισέλθη εις τον πενιχρόν ναΐσκον, ν' ανάψη κηρίον, να κάμη τον σταυρόν του και ν' ασπασθή ευλαβώς την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, της ζωγραφισμένης παρειάν με παρειάν με το πρόσωπον του υπερθέου υπερηγαπημένου Βρέφους της.

Δεν δέχομαι κανένα μέσα, ούτε τον Βασιλέα. Ιδού! ακούονται μακρόθεν ψαλμωδίαι γλυκύταται και τρυφεραί ως κλαυθμοί, ως θρήνοι: — Δος μοι τούτον τον ξένον! . . . Ψάλλουσι το πομπικόν άσμα, «Τον ήλιον κρύψαντα», το εξόδιον μέλος, το τρυφερόν εκείνο τροπάριον, το οποίον συγκινεί και τα άψυχα: — Δος μοι τούτον τον ξένον! . . .

Η Κυρά Ρήνη, αθάνατος κ' αιωνία όσον η παράδοσις, εύρωστος, ροδοκόκκινη, πλήρης υγείας και νεότητος ωμοίαζε προς καρπόν εν τη αναπτύξει του, όταν οι χυμοί κυκλοφορούν εντός του διακόπως πολλαπλασιαζόμενοι μέχρις αποσχάσεως του φλοιού. Γεμάτη ανημέρων παθών, ποικίλων επιθυμιών, μη έχουσα ουδέν τρυφερόν αίσθημα και προικισμένη διά της μαγείας είχε καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του κόσμου.

Πώς θα την σώσωμεν ; Μη σου επέρασεν από τον νουν να την κλέψωμεν; ― Να την εξαγοράσωμεν, απεκρίθην. ― Και που τα χρήματα; Οι Τούρκοι πωλούν ακριβά το ανθρώπινον κρέας, όταν μάλιστα είναι τρυφερόν. ― Δεν έχω χρήματα, αλλ' έχω τους σάκκους αυτούς, τους οποίους ο θεός μ' εβοήθησε να εύρω. ― Αλλ' αυτά τα πράγματα δεν είναι ιδικά σου μόνον ανήκουν και εις την μητέρα και εις τας αδελφάς σου.