United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΜΛΕΤΟΣ Να ήναι τις ή να μη ήναι, ιδού το ζήτημα· αν θέλ' η ευγένεια της ψυχής όλα να στέργης τα πικρά βέλη 'πού ακοντίζει τύχη αχρεία, ή 'ς ένα πέλαγος κακών αρματωμένος αντίστασιν να κάμης και να παύσης όλα. Θάνατος, — ύπνος , — τίποτ' άλλο· και αν ειπούμε πως μ' έναν ύπνον παύει ο πόνος της καρδίας, και οι τόσοι κτύποι, της σαρκός αρχαία κλήρα, — θα ήταν τέλος άξιο των θερμών ευχών μας.

Πολλοί συνωμίλουν όρθιοι εν μέσω της αιθούσης· ο αχνός των αναπνοών με τον καπνόν των πολυελαίων εσχημάτιζεν ομίχλην εις τον αέρα. Ο Φανουήλ διέβη από το έν εις το άλλο παράθυρον. Επήγαινε πάλιν να μελετήση τα άστρα, αλλά δεν επλησίαζε τον Τετράρχην φοβούμενος μήπως κηλιδωθεί δι' ελαίου, διότι τούτο διά τους Εσσηνίους εθεωρείτο ως μέγας μολυσμός. Κτύποι ηκούσθησαν εις την πύλην του φρουρίου.

Και προχωρών κατήλθε διά της κλαβανής εις το κατώγειον οπόθεν ανήρχετο η ευωδία. Η Κρατήρα απέμεινε μ' εσταυρωμένας τας χείρας, ο δε Κομποδήμος βλέπων το ταψίον εψιθύρισε: — Δεν τώπερνα εγώ προτήτερα! Μετ' ολίγον ηκούσθησαν κτύποι πυκνοί από του κατωγείου ως να εκρούετο ραβδίον επί του δαπέδου και συγχρόνως φωναί: — Νά! Νά! Νά! Ο Κομποδήμος κατήλθε τότε παραπατών εις το κατώγειον.

Κατόπιν ηκολούθησε και η Κρατήρα. Οι κτύποι και αι φωναί επανελήφθησαν. — Νά! Νά! Νά! Και μετά μικρόν επανήλθεν ο Μπάρμπα Σταύρος ωχρός από της οργής, κρατών εις χείρας τεθραυσμένον το τσιμπούκιον και ψελλίζων: — Κρίμα ς' το γουρουνόπουλο! Κατόπιν του ανέβη ο Κομποδήμος έχων εις χείρας του την κεφαλήν του χοιριδίου με ροδισμένον εδώ κ' εκεί το τρυφερόν δέρμα και λέγων: — Μπρε τα παληόγατα!

Κτύποι μυστηριώδεις ηκούοντο εδώ και εκεί, κτύπος του δάσους, οπού θαρρείς και κινείται την νύκτα, ωσάν ανασασμός· οπού ανασαίνει θαρρείς και αυτό την νύκτα και ζη, και ψίθυροι αόριστοι και αιφνιδιαστικοί ηκούοντο από μέσα από τας λόχμας, σαν ομιλίαι, σαν στεναγμοί των φύλλων, τα οποία εκινούντο από τον ελαφρόν άνεμον, τον νυκτερινόν απόγαιον, που κατήρχετο από τον Άγιον Κωνσταντίνον, από την κορυφήν του έναντι αυτού βουνού, ευάρεστοι διάλογοι άρρητοι, οπού συντροφεύουν συνήθως των ποιμένων την αγραυλίαν και των άλλων αγροτών και ανθρακέων την μοναξίαν.

Το βρακίον του ήτο κυανούν βαθύ με πυκνάς πτυχάς· το φέσιόν του κατακόκκινον ως παπαρούνα, η τσάκα του στιλπνή εκ μαύρου εριούχου και ετριζοκοπούσαν τα υποδήματά του εν τη σιγή της ερήμου οδού, συνεχώς και αδιακόπως κροτούντα, ενώ οι κτύποι της καρδίας της Μιλάχρως μόνον υπ' αυτής ηκούοντο. Και όμως ενόμιζεν η πτωχή ότι τους ήκουεν όλος ο κόσμος, διότι όλος ο κόσμος ήξευρε τα παθήματά της.

Αναχωρήσαντες έπειτα από το δικαστήριον, επήγαμεν εις το κολαστήριον. Εκεί, φίλε μου, δεν δύνασαι να φαντασθής πόσον λυπηρά πράγματα ηκούσαμεν και είδαμεν. Ηκούοντο συγχρόνως κτύποι ραβδισμών και κραυγαί των ψηνομένων εις την φωτιάν, και ελειτούργουν παντοία βασανιστήρια, στρέβλαι και κύφωνες και τροχοί, και η Χίμαιρα εσπάρασσε σάρκας, ο δε Κέρβερος κατεβρόχθιζε.