United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Σοφία, έτεινεν ισχυρώς τα ώτα, και οι ψίθυροι εγίνοντο ευκρινέστεροι. Τότε εσηκώθη σιγά, επάτησε με τους πόδας γυμνούς δύο βήματα, και ήνοιξεν έν μικρόν συρτάρι εις χαμηλόν σκαμνοτράπεζον παρά τον τοίχον. Την στιγμήν που ήνοιξε το συρτάρι ενθυμήθη να επικαλεσθή τα θεία.

Από τριών ήδη μηνών ότε ετέλεσε τους γάμους του ο οικοδεσπότης, δεν αντήχει άλλο εντός αυτού παρά τραγούδια εύθυμα και γέλωτες παρατεταμένοι, τονίζοντες εις κλίμακα υπερνέφελον την ευτυχίαν τον νεαρού ανδρογύνου και ψίθυροι φιλημάτων, ως εις καμμίαν φωλεάν τρυγόνων.

Μόνον, κατά σπάνια διαλείμματα ηκούοντο κάπου δειλοί ψίθυροι κ' εφαίνοντο σκιαί ολισθαίνουσαι ανά τα χαλάσματα, προς τον φωτεινόν ναΐσκον του αγίου Σπυρίδωνος. Ήσαν αι γυναίκες, αι αδελφαί κ' αι κόραι κ' αι μητέρες των πολιορκουμένων, αίτινες επήγαινον με δάκρυα πύρινα και στηθοκτυπήματα, ν' αναθέσουν εις τον πολιούχον άγιον τας πολυτίμους ζωάς των ανδρών της εξόδου.

Οι οφθαλμοί του έλαμπον με ισχυρότατον φως, το ερρυτιδωμένον μέτωπόν του εφανέρωνε την έκστασιν. Ο Έλλην ούτος, χαύνος και δειλός ακόμη, εφαίνετο ως ιερεύς εμπνευσμένος υπό του Θεού του, μέλλων ν' αποκαλύψη φοβεράς αληθείας. — Τι συμβαίνει; Παρεφρόνησεν! . . . ηκούοντο ψίθυροι.

Είτα κατήλθεν η νυξ, ηρέμα επί των πλευρών του όρους, σπείρουσα παντού το βαθύ και άρρητον μυστήριόν της, και οι έμψυχοι κρότοι και ψίθυροι της φύσεως, εξηγέρθησαν εις τας ράχεις, εις τους λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη και συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε, και εκλείσθη εις έν βουνόν ρεμματιά και κάμπος.

Κτύποι μυστηριώδεις ηκούοντο εδώ και εκεί, κτύπος του δάσους, οπού θαρρείς και κινείται την νύκτα, ωσάν ανασασμός· οπού ανασαίνει θαρρείς και αυτό την νύκτα και ζη, και ψίθυροι αόριστοι και αιφνιδιαστικοί ηκούοντο από μέσα από τας λόχμας, σαν ομιλίαι, σαν στεναγμοί των φύλλων, τα οποία εκινούντο από τον ελαφρόν άνεμον, τον νυκτερινόν απόγαιον, που κατήρχετο από τον Άγιον Κωνσταντίνον, από την κορυφήν του έναντι αυτού βουνού, ευάρεστοι διάλογοι άρρητοι, οπού συντροφεύουν συνήθως των ποιμένων την αγραυλίαν και των άλλων αγροτών και ανθρακέων την μοναξίαν.

Η νέα ανεσηκώθη επί του προσκεφάλου της, στηρίζουσα εις τον βραχίονα την παρειάν και ηκροάσθη. Οι ψίθυροι, αν και πολύ ήρεμοι της εφάνηκαν πράγματι υπαρκτοί, και δεν την επλάνα η φαντασία, ούτε την εγέλων τα ώτα της. Ανελογίσθη τότε τι της είχεν ειπεί ο γέρο-Καρδοπάκης, όταν έφθασε το δειλινόν εις τον μύλον.